Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2010

Θα σ' αγαπώ

Μη μου ζητάς να κατεβάσω την αυλαία,
το παραμύθι μας αν κάψω θα καώ
κι ας είναι να μη ζήσω καλοκαίρια νέα,
με το φιλί το τελευταίο σου θα ζω.

Θα σ’ αγαπώ κι ας γίνεσαι άνεμος
κι ας βιάζεσαι το χρόνο να προφτάσεις,
θα σε ζητώ μέσ’ στον ορίζοντα
γλυκό του κουταλιού να με κεράσεις.

Μη μου γυρεύεις, μη μου λες να σε ξεχάσω,
να σβήσω την αγάπη μας δεν το μπορώ
κι ας είναι μια καινούρια άνοιξη να χάσω,
τις νύχτες το παλιό μακό σου θα φορώ.

Θα σ’ αγαπώ κι ας γίνεσαι όνειρο
κι ας χάνεσαι προτού να ξημερώσει,
θα ψάχνω μέσα στα μερόνυχτα
μια άγια στιγμή για να με νοιώσει.

Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2010

Τραγουδάκι

Πάνω σε μια τριανταφυλλιά
θα χτίσω μια φωλίτσα,
σαν μελισσάκι να ’ρχεσαι,
σαν μια πεταλουδίτσα.

Να μου πετάς ολημερίς
του έρωτα τα βέλη,
να ’σαι το μελισσάκι μου
και να ’μαι η κυψέλη.

Και αν το γλυκοχάραμα
μονάχη σιγοκλαίω,
εσύ πως με αγάπησες
στα σύννεφα θα λέω.

Σε μια μικρή βουνοπλαγιά
θα φτιάξω ένα σπιτάκι,
να μπεις σαν αύρα του γιαλού,
σα δροσερό αεράκι.

Να με μεθάς κορφή-κορφή
με ένα τραγουδάκι,
να είσαι το αεράκι μου,
να ’μαι το συννεφάκι.

Και αν προτού ο ήλιος βγει
μονάχη σιγολιώνω,
θα έχω τα τραγούδια σου
για να μη μετανιώνω.

Πάνω στο κύμα τ’ αρμυρό
θα ρίξω ένα βαρκάκι,
να ’ρθεις σαν άγριος πειρατής,
σαν γελαστό ναυτάκι.

Να με κερνάς γλυκά φιλιά
σταγόνα τη σταγόνα,
να είσαι το ναυτάκι μου,
να είμαι η γοργόνα.

Και αν τα ξημερώματα
μονάχη αργοπλέω,
στα χέρια πως με κράτησες
στα κύματα θα λέω.

Είναι η αγάπη θάλασσα,
γέλιο μαζί και δάκρυ,
πόσες φορές μας έφτασε
ως τ' ουρανού την άκρη.

Δευτέρα 27 Δεκεμβρίου 2010

Ξέχασα

Ξεχνώ τον ήχο, πώς μπορώ
κοντά μου να σε φέρω,
είναι πολλά τα «απορώ»
και τι να καταφέρω.

Μα σαν ακούσεις της σιωπής μου την ηχώ,
σαν μπεις μέσ’ στη γραμμή μου για το νότο,
θα ξεχυθούν τα νυσταγμένα μου πουλιά
τον ήχο μου να ξαναβρούν τον πρώτο.

Χάνω τα λόγια, τι να πω,
και τι να σου προσφέρω,
είναι βραχνά τα «σ’ αγαπώ»
και μόνη υποφέρω.

Μα όταν νοιώσεις της καρδιάς μου τον παλμό,
σα δεις μέσ’ στης ομίχλης μου τα φώτα,
θα ξανοιχτούν τα φοβισμένα μου φιλιά
τα λόγια μου να ξαναβρούν τα πρώτα.

Πέμπτη 23 Δεκεμβρίου 2010

Δέντρο Χριστουγεννιάτικο

Στόλισέ με
Πάρε ζαφείρια από τον ουρανό
Ρουμπίνια απ’ το φεγγάρι
Μάζεψε σμαράγδια από το πέλαγος
Διαμάντια από τον ήλιο
Και στόλισέ με
Δέντρο χριστουγεννιάτικο
Στάξε και την αγάπη σου
Αστέρι να λάμπει στην κορφή μου
Στόλισέ με
Δέντρο Χριστουγεννιάτικο
Κι όταν τελειώσουν οι γιορτές
Στολισμένη
Κράτησέ με

Τετάρτη 22 Δεκεμβρίου 2010

Γυναίκα είναι


Γυναίκα είναι η ζωή,
γυναίκα η ελπίδα,
σα χάνεσαι στα κύματα
χρυσή φωτοβολίδα.

Γυναίκα η ανατολή,
γυναίκα το φεγγάρι,
σα λάμπει μέσ’ τα χέρια σου
γυμνό μαργαριτάρι.

Γυναίκα είν’ η μουσική,
γυναίκα η μελωδία,
τα βράδια όταν ξενυχτάς
σειρήνας μονωδία.

Τρίτη 21 Δεκεμβρίου 2010

Λουίζα

Μέσ’ τη μικρή της κάμαρα
κυλούσε η ζωή της
κι ύφαινε το πανί της
με τέχνη περισσή.
Χελιδονάκια, πασχαλιές
ολημερίς κεντούσε
και να φανεί ποθούσε
μια άνοιξη χρυσή.

Υφάδια οι αγάπες της,
στημόνια οι ελπίδες
κι οι ονειροπαγίδες
βελόνι θαλασσί.
Του κάμπου κρίνα κένταγε,
κι ένα μικρό μελίσσι,
θα ’θελε να μεθύσει
μ’ ένα γλυκό κρασί.

Και ύφαινε στον αργαλειό
ώσπου να ’ρθει το δείλι,
με κόκκινο μαντήλι
στα μαύρα της μαλλιά.
Μενεξεδένιες σαϊτιές
διώχναν τη μοναξιά της
κι έτρεχε η καρδιά της
σε μια ακρογιαλιά.

Άλλοι παιδί την είπανε
κι άλλοι δεινή υφάντρα
μα στο λαιμό μια χάντρα
της έδινε χαρά.
Ταξίδια ως τον ουρανό
την πήγαινε η κλωστή της
και η μικρή ψυχή της
απόχταγε φτερά.

Κι έτσι περνούσε ο καιρός,
κι η κάμαρα ξωκλήσι,
χωρίς ποτέ να κλείσει
την έννοια στο πανί.
Φεγγάρια στα υφάδια της,
κι η Παναγιά μαζί της,
δέναν στην προσμονή της
μεταξωτό σχοινί.

Δευτέρα 20 Δεκεμβρίου 2010

...Μαντινάδες

Ένα φιλάκι δώσε μου, να ’χω να σε θυμάμαι
να ’ναι γλυκά τα χείλη μου σαν πέφτω και κοιμάμαι.
                        
Αν μ’ αγαπούσες όσ’ εγώ δε θα ’φευγες στα ξένα,
μόνη να ζω, πουλάκι μου, εγώ που σ’ είχα ένα.
                        
Αν μ’ αγαπούσες, μάτια μου, θα μου το ’μολογούσες,
από κλαδάκι σε κλαδί μ’ άλλη δε θα γυρνούσες.
                        
Απ’ όλα τ’ άστρα τ’ ουρανού, αστέρι μ’, ξεχωρίζεις
κι απ’ όλες τις τριανταφυλλιές πιότερο συ ανθίζεις.
                        
Πουλί μου, σε αγάπησα όσο κανείς στον κόσμο
κι έχω για σένα της καρδιάς βασιλικό και δυόσμο.

 Κι αν σε πάρ’ η ξενιτιά, για σένα θα δακρύζω,
αστέρι να σ’ ακολουθώ, βροχή να σε δροσίζω.
                       

Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2010

Η αγάπη χαμογελάει

Η αγάπη χαμογελάει,
στη μοναξιά μου
έκλεισα την πόρτα,
η γειτονιά μου τραγουδάει
και η ροδιά μου
άνθισε σαν πρώτα.

Η αγάπη χαμογελάει,
κι η κάμαρά μου
γέμισε φεγγάρια,
το όνειρο ξανά πετάει,
τρέχει η χαρά μου
δίχως χαλινάρια.

Η αγάπη χαμογελάει,
και στην ποδιά μου
κέντησα λιαχτίδες,
σεργιάνι ο καιρός με πάει
και στην καρδιά μου
φώλιασαν ελπίδες.

Σάββατο 18 Δεκεμβρίου 2010

Τολμώ

Τολμάω να περάσω
το κατώφλι σου
για να μη μένεις μοναχός,
να μη γυρνάω μόνη,
τολμώ να σε κοιτώ
κατάματα
κι ας πάρω όλες τις λύπες σου
κι ας δεις όλα τα κρίματά μου,
τολμώ και σου απλώνω
το χέρι μου,
οι δυο μας τον καιρό
καλλίτερα να πολεμάμε.

Παρασκευή 17 Δεκεμβρίου 2010

Μη σε νοιάζει...

Πάλι κι απόψε το βοριά παρακαλάω
να ’ναι καλός σαν απ’ την πόρτα σου περνά,
ένα κιτρινισμένο γράμμα σου φυλάω
η απουσία σου πιο λίγο να πονά.

Ο χρόνος βλέπεις όλα γύρω μας τ’ αλλάζει,
μια  απορία απομένει στην καρδιά,
που με πονά η θύμησή σου μη σε νοιάζει…
κι ίσως τα βρω του παραδείσου τα κλειδιά…

Πάλι κι απόψε το νοτιά παρακαλάω
όταν περνά να μη σου κλέβει τη χαρά,
με μια παλιά φωτογραφία σου μιλάω
να γίνονται τα βάσανά σου πιο μικρά.

Όλοι κι αν κλείνουνε οι δρόμοι να σε βρω,
μέσα στα βλέφαρά σου ν' αποκοιμηθώ,
κρυφά θα κάνω προσευχή στον ουρανό
για το φιλί που δε μου έδωσες να ζω…

Τετάρτη 15 Δεκεμβρίου 2010

Θάλασσά μου συντρόφισσα

Η ανάσα σου κουράγιο
το τραγούδι σου μουράγιο
σαν στις μπόρες σκόρπησα,
θάλασσα συντρόφισσα.

Η αρμύρα σου φτερά μου
η αντάρα σου χαρά μου
όσο κι αν ξεστράτισα,
θάλασσα συντρόφισσα.

Μέσ’ στο κύμα σου με παίρνεις
την καρδιά μου ταξιδεύεις
όσο και να αστόχησα,
θάλασσα συντρόφισσα.

Τρίτη 14 Δεκεμβρίου 2010

Καινούρια μέρα

Κι αν σε γέλασε ο ουρανός,
σε πόνεσε το δείλι.,
στείλε τη νύχτα στα βουνά
ο ήλιος ν’ ανατείλει.

Πλέξε μ’ αστέρια στα μαλλιά
πολύχρωμο στεφάνι,
καινούρια μέρα ξεκινά
με γιορτινό φουστάνι.

Έλα, σε καλεί η μέρα
στο πανηγύρι της
κι όμορφη τριανταφυλλιά
κερνά τη γύρη της.

Κι αν στην αυλή σου δεν πετά
της νιότης πεταλούδα,
άφησε πίσω τα παλιά
και σαν παιδί τραγούδα.

Βάλε γιορντάνι στο λαιμό
του φεγγαριού το χρώμα,
καινούρια μέρα σε καλεί
μ’ ‘ένα φιλί στο στόμα.

Έλα, σε καλεί η μέρα
στο πανηγύρι της
κι όμορφη τριανταφυλλιά
κερνά τη γύρη της.

Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 2010

Έλλειψη

Δεν απογοητεύτηκα

που δεν ήσουν ικανός, καπετάνιε,

μα που δεν λάτρεψες τη θάλασσα.

Δε φοβήθηκα

την τρίαινά σου, Ποσειδώνα,

αλλά το φουρτουνιασμένο σου μυαλό.

Δε με τρόμαξε

το ξίφος σου, άγριε πολεμιστή,

αλλά η πολεμόχαρη καρδιά σου.

Δε λυπάμαι

που σκότωσες ,καημένε Κάιν,

μα που δεν αγάπησες.



Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2010

Κάλλιο να 'μουν η Τροία

















Η γιαγιά μου η Πηνελόπη
μου ’λεγε να περιμένω,
μου ’λεγε να καρτερώ
μα η άλλη, η Ελένη,
με αναμνήσεις να μη μένω,
τον καιρό να προσπερνώ.

Κι εγώ, ανάμεσα στις δυο,
θα πρέπει να διαλέξω,
μα η καρδιά ανήμερο θεριό,
δεν ξέρω αν θ’ αντέξω.

Η γιαγιά μου η Καρτερούσα
με της προσμονής υφάδι
ύφαινε στον αργαλειό
μα η άλλη, η Ωραία,
ό,τι έζησε ξεχνούσε
μέσ’ στης μοίρας το φευγιό.

Κι, εγώ, τις δυο να κουβαλώ,
κατάρα και ευχή τους,
να ικετεύω, να παρακαλώ,
να ’χω την αντοχή τους.

Η γιαγιά μου η Πηνελόπη
μ’ έμαθε να υπομένω,
μ’ έμαθε ν’ αναπολώ
μα η άλλη, η Ελένη,
το μοιραίο να προσμένω,
τους θεούς να προκαλώ.

Κι εγώ, ανάμεσα στις δυο,
κάλλιο να ’μουν η Τροία,
για την αγάπη σου να πολεμώ,
να κόβομαι στα τρία.

Σάββατο 11 Δεκεμβρίου 2010

Μ' ένα χορό ερωτικό...

Πριν μόνη μείνω στη βροχή,
σα να ’ναι τάχα η αρχή,
χόρεψέ με ένα βαλς
για να πάρω τη ρεβάνς,

με ένα βαλς ερωτικό…

Προτού κλείσει η αυλαία,
τάχατες σα μια μοιραία,
χόρεψέ με ’να ταγκό
για να νοιώσω μια Μαργκό,

μ’ ένα ταγκό ερωτικό…

Προτού νυχτώσει ξαφνικά,
κι ας είναι τάχα φιλικά,
θα σου κλέψω ’να χορό
λίγο κλέφτρα να θαρρώ,

μ’ ένα χορό ερωτικό…

Παρασκευή 10 Δεκεμβρίου 2010

Κι αν είναι εχθρός μας ο καιρός

Χωρίς πυξίδα σε ζητώ
σαν πόλη να ’σαι μακρινή στο χάρτη,
όμως οι μέρες σκίζουν το πανί,
τσακίζουνε οι νύχτες το κατάρτι.

Εσύ μια πόλη μακρινή
κι εγώ τις νύχτες να αναρωτιέμαι,
σαν κι αγάπη πικροθάλασσα
μα μέσ' στο κύμα της αποκοιμιέμαι.

Κι αν είναι εχθρός μας ο καιρός
κι αν μας κρατά στα δίχτυα του μπλεγμένους
να ξέρεις πως αλλιώς δε γίνεται,
μια προσευχή θα μας κρατά δεμένους.

Και η καρδιά δε θα ρωτά,
πάνω απ’ το κύμα θα πετά,
πλάι στο μαξιλάρι σου
θα γίνεται φεγγάρι σου.

Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2010

Αν μ' αγαπάς

Αν μ’ αγαπάς να μου το πεις
ψάχνοντας τους χάρτες του κορμιού μου,
μπαίνοντας στα μονοπάτια της ψυχής,
χωρίς μίτο στους λαβύρινθους του μυαλού μου.

Αν μ’ αγαπάς μη σταματήσεις
 το ταξίδι μετρώντας τις μοίρες,
την πορεία στα μονοπάτια μην αφήσεις,
μη μετανοιώσεις για το μίτο που δεν πήρες.

Αν σ’ αγαπώ δε θα πω όχι
στα δάχτυλά σου που θα ταξιδεύουν,
θα σου ανοίξω της ψυχής μου το μετόχι,
θα σε κλείσω στους λαβύρινθους που περιμένουν.

Αν μ’ αγαπάς κι αν σ’ αγαπώ
μαζί θα ξεκινήσουμε χωρίς ρότα
ταξίδια δίχως τέλος, δίχως τελειωμό,
πιασμένοι χέρι-χέρι στου έρωτα τα χνώτα.

Τετάρτη 8 Δεκεμβρίου 2010

Ας κάνεις τάματα

Μου ’λεγες γράφω όμορφα,
πως αυτοσχεδιάζω,
μ’ ένα μολύβι και χαρτί
ώρες δε λογαριάζω

Που ’να ’ξερες ο δύστυχος
πως θα σου βγω…ποιήτρια,
φαντάσου να γινόμουνα,
μάτια μου, καθηγήτρια.

Τώρα, ας κάνεις τάματα
να φας μια φασολάδα
κι’ εγώ, καλέ μου, να ρωτώ
«σ’ αρέσει η μαντινάδα;»

Αφιερωμένο στον καλό μου

Τρίτη 7 Δεκεμβρίου 2010

Μαντινάδες...

Κι αν μίσεψα, πουλάκι μου, κι αν πήγα σ’ άλλα μέρη,
χελιδονάκι θα γινώ για να ’χεις καλοκαίρι.

Μαραίνεσαι, μαραίνομαι, ανθίζεις και ανθίζω
και μέσα στην αγκάλη σου τον ουρανό αγγίζω.

 Της απονιάς το γέλιο σου μαχαίρι και τρυπάει,
πληγή μ’ ανοίγει και πονώ και στο γκρεμό με πάει.

Ολημερίς κι ολονυχτίς εσένα συλλογιέμαι
κι ίντα θα γίν’ ο έρημος  ούτε π’ αναρωτιέμαι.

Κι αν σκοτεινιάσ’ ο ουρανός κι αν σκοτεινιάσ’ η φύση, 
θα φέγγουν τα ματάκια σου σ’ ανατολή και δύση.

Για σένα ίσκιος γίνομαι να ’χεις να ξαποσταίνεις,
για σε κεράκι τσοι νυχτιές, μόνος σου να μη μένεις.

Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου 2010

Και ας μην έμαθες





















Γυρνάς ξυπόλυτη μέσα στα χιόνια
όμως στην αγκαλιά σου ήλιοι γελαστοί,
χαρίζεις της ψυχής σου την κολόνια
σαν βγαίνει η αγάπη σου για να λιαστεί.

Πουλιά τα μάτια σου τα πελαγίσια
στους άνεμους σκορπίσανε χίλια φλουριά,
στα στήθη σου φωτιές, χρυσά μελίσσια,
δε βάζουνε τα όνειρα σε ζυγαριά.

Διψάς για έναν έρωτα μεγάλο,
πετράδι ακριβό το δάκρυ σου κρατάς,
χορεύεις στου γκρεμού την άκρη μπάλο
και ας μην έμαθες ποτέ να περπατάς.

Κυριακή 5 Δεκεμβρίου 2010

Καχυποψίες

Ανύποπτες λέξεις
πάνε κι έρχονται
μέσα σε ευθείες και πλάγιες προτάσεις,
πονηρές προθέσεις
γυροφέρνουν
φρόνιμα ρήματα
-ενίοτε και επιρρήματα.-
οι χρόνοι μπερδεύονται,
αντιπαλεύονται.
Επί του παρόντος
μέσα στην τάξη
ένας μικρός πασχίζει
να μάθει γραμματικούς όρους,
ανυποψίαστος
για τους κανόνες αταξίας
του μέλλοντος.

Άσε την καρδιά σου

Σαν  τι γυρεύεις, τι ζητάς να βρεις
μέσα στου μυαλού σου τα συρτάρια,
άσ’ την καρδιά σου να νανουριστεί
με μύθους και με παλιά τροπάρια.

Για τα υπόγεια της λογικής σου
γιατί ψάχνεις κλίμακα μυστική,
άσε την καρδιά σου να μαγευτεί
απ’ του Απόλλωνα τη μουσική.

Γιατί πάντα να βρίσκεις γυρεύεις
άλυτους γρίφους και αινίγματα,
άσ’ την καρδιά σου να παρασυρθεί
σε αρχαίου χορού τα βήματα.

Σάββατο 4 Δεκεμβρίου 2010

Προδοσία

Με πρόδωσες 
στο λεξικό μου
σαν έγραψες
τη λέξη
«νοσταλγία»,
ακόμα και για όσα
δεν ήρθανε.
Τι κι αν σε λένε εραστή,
τι κι αν σε λεν πατρίδα.

Παρασκευή 3 Δεκεμβρίου 2010

Περάσματα οι αγάπες μου

Περάσματα οι αγάπες μου
μέσα σε συμπληγάδες,
νοτιάς φυσά στην πρύμνη μου,
στην πλώρη μου βοριάδες.

Τα πάθη της Φραγκογιαννούς
λαφραίνουνε και πάνε
τη νύχτα σαν οι αγάπες μου
την πόρτα μου χτυπάνε.

Ψάχνω λιμάνι για να βρω,
το βρίσκω μια,  το χάνω δυο,
οδύσσεια ο δρόμος μου
κρατάει χρόνια εκατό.

Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2010

Παράθυρα κλειστά

Παράθυρα κλειστά,
τα χείλη σφαλιστά
κι ούτε μια βάρκα με πανάκι,
σβησμένες μουσικές,
γαρδένιες πλαστικές
κι ούτε μια γλάστρα στο σοκάκι.

Μα συ μέχρι το σούρουπο,
με μια πληγή στα στήθια,
ψάχνεις σε άγονες γραμμές
ξεσκέπαστη αλήθεια.

Πουλιά περαστικά,
τα λόγια μυστικά
κι ούτ’ ένα φως μέσ’ στο σκοτάδι,
αγάπες βιαστικές,
χαμένες Κυριακές
κι ούτ’ ένα βράδυ μ’ ένα χάδι.

Μα συ ως το ξημέρωμα,
με μια φωτιά στα στήθια,
ψάχνεις στου κόσμου τις αυλές
κρυμμένα παραμύθια.

Έστω κι αν...

Κανείς για μένα ας μη ρωτήσει…
πόσες σκιές συνάντησα ως τη δύση,
κανείς ας μη ρωτήσει για να μάθει
για τα μεγάλα της καρδιάς μου πάθη,
σαν μ’ ένα φίλο, το φεγγάρι, μέσ’ στις νύχτες
τις πόρτες μου άφηνα με ανοιχτούς τους σύρτες,
του κόσμου σα ζητούσα την αλήθεια
χορεύοντας μεσ’ στη βροχή με μια φωτιά στα στήθια,
σαν άφηνα το κύμα να με ταξιδέψει,
άσπρο πανάκι, να ’φτανα ως τη δική σου σκέψη.
Κι όταν γινόταν η ματιά σου άνοιξη που με αρνιότανε
εγώ γινόμουν άσπρο γιασεμάκι που πλανιότανε
και η καρδιά μου φόραγε φτερά πετροχελίδονου
μα μέσ’ στα δίχτυα έμπλεκε καλοκαιριού φιλήδονου.
Κανείς ας μη νοιαστεί πόσες φορές ξεχάστηκα
μπρος στα σκαλιά σου, βοτσαλάκι, ξελογιάστηκα.
Κανείς για μένα ας μη δακρύσει
όταν σε άλλο αστέρι θα ’χω ζήσει.
Κι άμα για πάντα πια ο ήλιος βασιλέψει
μ’ αρκεί έστω κι αν πέρασα απ’ τη δική σου σκέψη!..

Φτου ξελευτερία

Φόρεσα τα παλιά σαντάλια μου
και το ξεθωριασμένο μου μπλου τζην,
τους τρόπους τους «καλούς» μου άφησα
και όλα  τα «δήθεν» και τα «ευ ζην».

Πάω σε σπιτάκια ανέμελα,
σε μικρές ηλιοφώτιστες αυλές,
γυρίζω σε σοκάκια γνώριμα,
να ξαναδώ γυναίκες γελαστές.

Χάρισα τ’ ακριβά κοσμήματα,
κενές φιάλες για επιστροφή,
μαζί κι όλες τις μάσκες πέταξα
στης άδειας λεωφόρου τη στροφή.

Πάω σε γειτονιές με όνειρα,
με γαζίες και άσπρα γιασεμιά,
τρέχω σε δρομάκια που έζησα
κοντά σε αστέρια κι απανεμιά.

Άφησα τα φτηνά αισθήματα,
εμπόρευμα σκάρτο στην αγορά,
τη σκόνη που με πνίγει σκόρπισα,
να βρω ξεχασμένη, πάω, χαρά.

Τρέχω σ’ αυλές με λεμονόδεντρα,
σκαρφάλωνα, θυμάμαι, στα κλαδιά,
κι ίσως το βρω, το ξετρυπώσω, το
«φτου ξελευτερία, βγαίνω, παιδιά».

Τετάρτη 1 Δεκεμβρίου 2010

Εντός, Εκτός

Ήλιος που αργοσβήνει, η δικαιοσύνη.
Η δικαίωση, αστέρι άλλου γαλαξία.
Λύκοι, διψούν αέναα για αίμα και ιδρώτα.
Εντός, χρυσόψαρα αργοπεθαίνουν.
Εκτός, ποτάμια που ψυχορραγούν.
Η γη, απεγνωσμένα ζητάει ανάσταση.

Τρίτη 30 Νοεμβρίου 2010

Στου Ολύμπου την κορφή

Μπήκανε λύκοι στο χωριό
κι αρπάζουν τη σοδειά μας,
μαράθηκε η ροδιά μας,
αδειάσανε τα σπιτικά,
αδειάζει κι η ποδιά μας.

Και μας αρπάζουν το ψωμί,
αδειάζουν το παγούρι,
σώπασε το σαντούρι,
ζητάνε δα να προσκυνάς
και την  ξινή τους  μούρη.

Μέσ’ στο σκοτάδι απόμεινε
μια στάλα στο καντήλι
μέχρι να ανατείλει,
και άλλο δάκρυ δε χωρεί
στο τρύπιο μας μαντήλι.

Μα όρτσα εσύ, αγάντα εγώ
το δίκιο μας θα βρούμε,
στον Όλυμπο, σε μια κορφή,
ξανά θα γεννηθούμε.

Αχ, μπάρμπα Γιάννη Λιούγαρη





















Αχ, μπάρμπα Γιάννη Λιούγαρη,
αλισφακιά και ρόσμαρι
με πότιζες τα βράδια,
μου 'λεγες με αγώνα, πίστη και δουλειά
κάποτε θα ’ρθει ξαστεριά,
θα φύγουν τα σκοτάδια.

Θα ’ναι αφέντης ο λαός
και η ψυχή ένας ναός
κι εγώ θα συμπορεύομαι,
κι έλεγες θα ’ρθει ανατολή
κι όμως το πρώτο της φιλί
ακόμα ονειρεύομαι.

Αχ, μπάρμπα Γιάννη Λιούγαρη,
μ’ αλισφακιά και ρόσμαρι
στόλιζες τα μαλλιά μου,
μου 'λεγες νέγροι και λευκοί είναι αδερφοί
μα ως τώρα τ’ άδικο, καρφί,
ματώνει η αγκαλιά μου.

Δευτέρα 29 Νοεμβρίου 2010

Ο ξένος















Η ελπίδα ζωντανεύει στα ξενυχτισμένα μάτια του.
Επιτέλους μια πόρτα, μια πόρτα να ξεκουραστεί!
Όμως, τι ειρωνεία, μόνο ένα κρεβάτι υπάρχει στον
                      ξενώνα του σπιτιού, του Προκρούστη.
Κι οι νοικοκυραίοι λατρεύουν τις αντίκες.
Το μισόγυμνο κορμί του αναθαρρεύει.
Επιτέλους μια πόρτα, μια πόρτα να ζεσταθεί!
Μα, τι θέλει, τι γυρεύει, οι χιτώνες είναι πια
    ξεπερασμένοι.
Κι οι νοικοκυραίοι ακολουθούν πιστά τη μόδα.
Ένα χαμόγελο ανθίζει στα διψασμένα του χείλη.
Επιτέλους μια πόρτα, μια πόρτα να δροσιστεί!
Μα, τι κρίμα, στο σπίτι από καιρό ο Ξένιος Δίας
    έχει πεθάνει.
Βέβαια, τακτικά οι νοικοκυραίοι του κάνουνε
    μνημόσυνο.

Σύνθλιψη

Με πότισες,
με σκάλισες,
μου έγραψες τραγούδια,
«λεμονάκι μυρωδάτο
κι από περιβόλι αφράτο»,
με κράτησες στα χέρια σου!
Κι ύστερα μ’ έβαλες
στον αποχυμωτή
του εγωισμού σου…

Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2010

Η Εύα μοναχά αγάπησε...















Ποιος είπε πως η Εύα αμάρτησε,
έχασε τα κλειδιά του παραδείσου
κι από το δρόμο της ξεστράτισε.
Για το σκοτάδι της αβύσσου
θεός την πόρτα ανοιχτή δεν άφησε.

Ποιος είπε ότι δε λογάριασε,
μιας εντολής αιώνια παραβάτισσα.
Με λόγια της αγάπης βράδιασε,
μιας μέρας βιαστική διαβάτισσα,
αφού στους κάμπους την καρδιά της άδειασε.

Ποιος είπε πως η Εύα αμάρτησε,
πως ξέχασε θρησκεία και πατρίδα.
Η Εύα μοναχά αγάπησε,
για της καρδιάς της την ελπίδα
στα κύματα, τ' ορκίζομαι, περπάτησε.

Η Εύα μοναχά αγάπησε...

Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2010

Όσο περνάει ο καιρός...

Φεύγουν οι μέρες, τρέχουνε,
ο χρόνος ποτάμι που κυλάει…
η αγάπη σου κόκκινο παλιό κρασί,
και η καρδιά μου κελάρι αγιασμένο…

Παρασκευή 26 Νοεμβρίου 2010

Ταξίδι στις Βόρειες Σποράδες

Δεν είδα τόπο ομορφότερο,
πιο όμορφες νησιώτισσες νυφάδες,
σαλπάρουμε νωρίς με την αυγή,
πάμε μαζί στις Βόρειες Σποράδες.

Φασκόμηλο στον Τσουγκριά,
στη Σκιάθο πελαργόνια,
θυμάρι στην Αλόννησο,
της εκκλησιάς κολόνια.

Και πού πιο σμαραγδένιο όνειρο,
’κει τ’ ουρανού, καρδιά μου, οι Πλειάδες
ζηλεύουνε τις νύχτες τους θνητούς,
πάμε μαζί στις Βόρειες Σποράδες.

Στο Κλήμα άσπρο γιασεμί
και στην Πλατάνα δυόσμος,
αγιόκλημα στη Σκόπελο,
κι ανάσταση ο κόσμος.

Πέμπτη 25 Νοεμβρίου 2010

Δοκιμασία

Σε αγνάντια και σε ξάνεμα,
σε κύματα αφρισμένα
χορεύεις πυρρίχιους χορούς
με τα μαλλιά λυμένα.

Κι εγώ ακούω εκστατικά
τους ήχους του κορμιού σου,
χωρίς όρους παραδίνομαι
στις φλόγες του μυαλού σου.

Γυρεύεις μέσ’ σε λαβύρινθους,
στα σκοτεινά σκορπιέσαι,
την άκρη του νήματος να βρεις,
σαν ξωτικό πλανιέσαι.

Κι εγώ μαζί σου ακροβατώ
σε μια δοκιμασία
κι ικέτης ζητώ απ’ τους θεούς
νέκταρ και αμβροσία.

Μονάχη βουτάς χαράματα
στων πόθων σου τις δίνες,
τον ήλιο κατάματα κοιτάς
με μι’ αγκαλιά μυρσίνες.

Κι εγώ μοιραία ακολουθώ
της φλόγας σου τα πάθη
κι όλο ρωτάω μια μάγισσα
τα ξόρκια να μου μάθει.

Ιχνηλασία

Στον ίσκιο των βλεφάρων σου
κρεμάστηκα,
κυκλάμινο στα μέσα του Οκτώβρη,
στις άκρες των χειλιών σου
δεν κουράστηκα,
το «ναι» σου η καρδιά μου ψάχνοντας
στου φθινοπώρου τις στιγμές να το ’βρει.

Εγώ για σένα ξαγρυπνώ

Εγώ για σένα ξαγρυπνώ.

Αναζητώ
ένα αστέρι να φωτίζει
τις βραδιές σου.

Παρακαλώ,
ένα χέρι ν’ αποδιώχνει
τις σκιές σου.

Κι εσύ γελάς,
σα λουλούδι μαδάς
τα φτερά της χαράς μου.

Κι όλο ξεχνάς,
σε αγύρτες πουλάς
το λυγμό της καρδιάς μου.

Καρδιοχτυπώ,
μήπως φοβάσαι,
μοναχός σου μέσα στο σκοτάδι.

Κι εσύ πετάς,
και δε λυπάσαι,
τις στιγμές μου σε βαθύ πηγάδι.

Αναπολώ
σειρήνες μέρες,
σαν τραγούδαγες μόνο για μένα.

Κι εσύ σκορπάς,
βραχνές φλογέρες,
λόγια που ’λεγα μόνο σε σένα.

Εγώ για σένα ξαγρυπνώ…
Κι εσύ γελάς…

Τρίτη 23 Νοεμβρίου 2010

Θα 'δινα

Θα ’δινα,
και τι δε θα ’δινα
ένα τραγούδι αν έγραφες για μένα…

Δε θα ’ναι
επειδή τους στίχους του
ρούχο γιορτινό θα τους φορέσω,
ούτε γιατί τις λέξεις του
στεφάνι θα πλέξω στα μαλλιά μου.

Θα ’ναι γιατί, καθώς το γράφεις,
θα γίνονται τα μάτια σου
κορνίζα στη μορφή μου.

Θα ’δινα,
και τι δε θα ’δινα…

Μη μετανιώνεις

Σ’ αγάπες, γκρίζες Κυριακές,
κι αν παγιδεύτηκες,
για λάγνα μάτια μιας βραδιάς
και αν ξοδεύτηκες,
μη μου δακρύζεις,
της καρδιάς σου τα κλειδιά
εσύ χαρίζεις,
μη μου δακρύζεις.

Σε στράτες που αντάμωσες σκιές
και αν ξεχάστηκες,
με νύχτες που σ’ ανάψαν πυρκαγιές
κι αν ξελογιάστηκες,
μη μου βουρκώνεις,
με τ’ αστέρια  συντροφιά
θα ξημερώνεις,
μη μου βουρκώνεις.

Μ’ ένα τραγούδι του νοτιά
κι άμα πλανεύτηκες,
σε πολιτείες που ξεχνούν
κι αν ξενιτεύτηκες,
μη μετανιώνεις,
τ’ όνειρο εσύ ξανά
θα ανταμώνεις,
μη μετανιώνεις.

Αφιερωμένο στη Φανή 

Κόντρα

Δύσκολα περνάει ο καιρός,
τα δειλινά μικρές παγίδες,
κι αυτός ο μήνας βροχερός,
νοτίσαν οι φωτοβολίδες.

Δύσπιστες οι μέρες, πριν να ’ρθουν,
οι Κυριακές βουβές Πυθίες,
τα όνειρα σαν γεννηθούν,
πετάνε σ’ άλλες πολιτείες.

Έλα να πάμε κόντρα στους χρησμούς,
στη γη ν’ αλλάξουμε πορεία,
να σπάσουμε τους γόρδιους δεσμούς
κι ας μας ξεχάσει η ιστορία.

Σε φεγγαροδρόμια

Περπάτησα για να σε βρω
στης πέτρας τ’ ανηφόρι,
στον  ήλιο του μεσημεριού,
στ’ άγριο ξεροβόρι.

Κι όλο μια λάμια μου ’κλεβε
και το στερνό μου δάκρυ,
σα Ροβινσώνας έφτανα
στ’ ορίζοντα την άκρη.

Οι συναντήσεις μας στιγμές
μέσ’ σε φεγγαροδρόμια,
εγώ για ρότες μακρινές
κι εσύ σε σταυροδρόμια.

Καράβι δίχως άγκυρες εγώ
ταξίδευα τις νύχτες
κι εσύ καδένα μου σ’ ένα βυθό
κοιτούσες λεπτοδείχτες.


Σ’ ένα δειλινό
στου Περιβολιού.

Σάββατο 20 Νοεμβρίου 2010

Σα νόθο να μ' αρνιέσαι

Νυχτώθηκα να δίνομαι
και συ ν’ αναρωτιέσαι,
για ένα λάθος να με καις,
σα νόθο να μ’ αρνιέσαι.

Με βήματα μετέωρα,
παιχνίδια τσακισμένα,
να κρύβομαι σε μια σπηλιά,
να κάνω τον Κανένα.

Να ’μαι το νόθο σου παιδί
μέσα στην άγρια πόλη,
να με ποτίζεις με χολή,
καπνούς και αλκοόλη.

Κουράστηκα να κρίνομαι
και πίσω σου να τρέχω,
στο ένα πόδι να βαστώ,
σε μια γωνιά ν’ αντέχω.

Με κρίματα αμφίβολα,
θλιμμένες πεταλούδες,
να κρέμομαι σε μια θηλιά,
να κάνω τρεις Ιούδες.

Να ’μαι το νόθο σου παιδί
μέσα στην άγρια πόλη,
να με ποτίζεις με χολή,
καπνούς και αλκοόλη.

Παρασκευή 19 Νοεμβρίου 2010

Μετεξεταστέα

Τη λειψή μου γνώση
την ξανάστειλα σχολειό
γράμματα απ’ την αρχή να μάθει.
Όχι ποιά είναι του Αρχιμήδη η αρχή.
Μα πώς δε χορταίνουνε ψωμάκι οι φτωχοί.
Ούτε πότε έγινε η μάχη των Πλαταιών.
Μα άραγε πώς χάνεται το δίκιο των λαών.
Και ούτε ποιος σπόρος βελτιώνει τη σοδειά.
Μα πώς θα γίνει να χαμογελάνε τα παιδιά.
Όχι ποιά ποτάμια διασχίζουν την Ευρώπη.
Μα πώς θα είναι ίσοι όλοι οι ανθρώποι.
Ούτε ποιος «μολών λαβέ» είπε στον Ξέρξη.
Μα πώς κάποτε αληθινά θα φέξει.
.

Πέμπτη 18 Νοεμβρίου 2010

Σ' αναζητώ

Σ’ αναζητώ,
άχνη απλωμένη
σε πλάνες θάλασσες,
βροχή πεσμένη
σε γη που αγκάλιασες.

Σ’ αναζητώ,
λόγια γραμμένα
σε μαυροπίνακα,
πουλιά κρυμμένα
σε μοίρα-κλίμακα.

Σ’ αναζητώ,
άκρη χαμένη
σε αγιοκλήματα,
κλωστή δεμένη
σε άγια βήματα.

Σ’ αναζητώ,
δάκρυα χυμένα
σε στράτες-θύμησες,
χείλη δοσμένα
σ’ αυγή που φίλησες.

Σ’ αναζητώ…

Μάτια του έρωτα

Δυο μάτια μ’ έφτασαν στης γης το πέρας,
ένα φιλί στα όρια μιας μέρας,
και έκανα το γέλιο τους πατρίδα,
όλες τις φλόγες μέσα τους τις είδα.

Θυσία γίνονταν τα δειλινά
και προσευχή στο όρος του Σινά,
μάτια του έρωτα και της φωτιάς,
μα πόλη γίνανε της ξενιτιάς.

Δυο μάτια μ’ έφτασαν στης γης την άκρη,
πετράδια ακριβά χαρά και δάκρυ,
και έκανα τον πόνο τους πατρίδα,
όλες τις δίψες μέσα τους τις είδα.


Αφιερωμένο στον κ.Δημήτρη

Τετάρτη 17 Νοεμβρίου 2010

Της νύχτας τα φιλιά

Θολώνουνε της μνήμης οι καθρέφτες,
η πάχνη της σιωπής όλα τα σβήνει,
της νύχτας τα φιλιά γινήκαν κλέφτες
και μόνο μι’ απορία έχει μείνει.

Σε ποιά πατρίδα τώρα ξενυχτάνε
χαρίζουν τις στιγμές τους και τα λόγια,
κι εσύ σε μι’ αποβάθρα τριγυρίζεις
των πλοίων ψάχνοντας τα δρομολόγια.

Μακραίνουν λέξεις, ήχοι και εικόνες,
μονόδρομοι όλοι της γης οι δρόμοι,
της νύχτας τα φιλιά γίναν κυκλώνες,
κι ο  νους αποκλεισμένο σταυροδρόμι.


Αφιερωμένο στη Μίνα

Ονειροπόλος εραστής

Στα πενηνταένα σου και δε μεγάλωσες,
ονειροπόλος πάντα, ρομαντικός,
όλο κοιτάς στον ουρανό τ’ αστέρια
πετάς πάνω σε σύννεφα διαρκώς.

Ονειρεύεσαι κρυφούς παράδεισους
και άγγελους με ολόλευκα φτερά
σαν μέσα στων δρόμων ψάχνεις τη βοή,
 να βρεις θες ζωγραφισμένη τη χαρά.

Τραγουδάς για αγάπες και έρωτες
θαρρείς πλάστηκαν όλα αγγελικά,
μα μπορεί μέσ’ στου μυαλού σου το γυαλί
να είναι μονάχα μωβ βεγγαλικά.

Καλοκαίρι θαρρείς πως είναι πάντα
ολοένα μπουνάτσα και ξαστεριά,
και δε βλέπεις πως άγριες φουρτούνες
χτυπάνε βράχους, τσακίζουνε σκαριά.

Βερεσέ πάντα δίνεις τα χάδια σου
και ζητάς μονάχα για πληρωμή σου
ένα όμορφο ζεστό χαμόγελο,
μα, αδιόρθωτε, σκόνη η αμοιβή σου.

Και γυρνάς, ονειροπόλος εραστής,
συνέχεια γυρεύεις την αλήθεια,
όλα  γύρω σου νομίζεις μοιάζουνε
με της γιαγιάκας σου τα παραμύθια.


Σε κάποια που σήμερα γιορτάζει...

Τρίτη 16 Νοεμβρίου 2010

Είναι καιρός...

Από μικρή στον ύπνο μου
γλυκά μου τραγουδούσαν:
«Κελαηδάτε, ωραία μου πουλάκια,
κελαηδάτε τον ωραίο σας σκοπό.
Μη μιλάτε, παιδάκια, που απορείτε,
μη ρωτάτε τι σημαίνει σ’ αγαπώ.
Μάθετέ με, ωραία μου πουλάκια,
μάθετέ με σαν και σας να τραγουδώ.
Χασμουριέμαι, παιδάκια, να χαρείτε,
και βαριέμαι την αλήθεια σας να δω.»

Μα είναι καιρός να μεγαλώσω,
στον ουρανό τα χέρια μου ν’ απλώσω,
το όνειρο σημαία να υψώσω,
τις σκουριασμένες συνταγές τους να ξηλώσω.

Κι άλλα τραγούδια μου ’λεγαν
ο ύπνος να με παίρνει:
«Μπέμπα, πόσο έχεις στρογγυλέψει,
μπέμπα, την καρδιά μου έχεις κλέψει.
Μα, παιδάκια μου, κι αν απορείτε
για δικαιοσύνη ούτε λέξη.
Μπέμπα, και τι μπόι έχεις ρίξει
μπέμπα, λες και σ’ έχουνε τραβήξει.
Μα, παιδάκια μου, αχ να χαρείτε,
τρέχω το σουφλέ μου μη δεν πήξει,»

Μα είναι καιρός πια να ξυπνήσω,
αντίστροφα τους δείχτες να γυρίσω,
παιδί να ξαναγίνω, να ρωτήσω,
και τη γροθιά μου στο μαχαίρι να χτυπήσω.

Σοφές κουβέντες άκουγα,
ανδρών μεγάλων ρήσεις:
«Να μη σε μέλλει, μη ρωτάς
ποτέ κακό μη πάθεις,
και να μαζεύεις, να κρατάς,
την εξουσία να ’χεις.
Παίρνε ομπρέλα στη βροχή,
πρόσεχε τις παγίδες,
κι όταν φωνάζουν οι λαοί
βάζε ωτοασπίδες,»

Μα είναι καιρός πια να πετάξω,
κατάματα το ψέμα να κοιτάξω,
μεγάλη πια να γίνω, να φωνάξω,
τις αλυσίδες στα σκουπίδια να πετάξω

Και είναι νομοτέλεια,
το λεν και τα βιβλία:
«Στο βασιλιά να υπακούς
χωρίς διαμαρτυρίες.
Μέγιστα λάθη το «δοκούν»
κι οι ειρηνικές πορείες.
Οι λίγοι να ’χουν τα πολλά
και οι πολλοί τα λίγα.
Για το ψωμάκι μη ρωτάς
του εργάτη, του κολίγα.

Μα είναι καιρός να αντιδράσω,
από τα μαγειριά τους ν’ αποδράσω,
παιδί να ξαναγίνω, να το σκάσω,
και τα τραγούδια τους ανάποδα να γράψω.


Αφιερωμένο σε όλα τα παιδιά του κόσμου.