Τρίτη 24 Αυγούστου 2021

Σούπερ Ουάου

Αυτά κυρά που έζησε.

Αυτά και άλλα τόσα.

Να ’χε, αν ήξερε από πριν.

Τα μάτια της τρακόσα.

Την διπλαρώνει ένα πρωί.

Ήτανε να της τύχει…

Καμωματού… Λαδί μαλλί.

Μελιτζανί το νύχι.

«Κυρά μου, πώς πεθύμησα.

Ζεστά μελομακάρονα.

Εάν δεν ήσουνα εσύ…

Μπέσα, θα τα κακάρωνα.»

«Μη σκας, θα έρθω σπίτι σου.

Να φτιάξω εφτά ταβάδες.

Να έχεις να πορεύεσαι.

Για αρκετές βδομάδες.»

Τρέχει αγοράζει η κυρά...

Κονιάκ δύο μπουκάλια.

Κανέλα, μέλι, ζάχαρη.

Καρύδια, πορτοκάλια…

Το σπίτι μοσχοβόλησε!

Γεμίσανε οι πιατέλες!

«Αχ, βρε κυρά, δεν έφερνες…

Και κάμποσες σαρδέλες…

…Κι αυτά που περισσέψανε;

Εσύ θα πάρεις πίσω;..»

« Όχι, καλέ, μη χολοσκάς.

Όλα θα σου τ’ αφήσω!»

«Σούπερ Ουάου!.. Και άπαιχτο!

Το μελομακαρόνι!

Και μπράβο σου… Όμως, κυρά…

Το ρεύμα ποιός πληρώνει;»…


Τετάρτη 4 Αυγούστου 2021

Άρπαξ

Ποιός τάχα τον αντίκρισε
και δεν τον εφοβήθη,
ποιός που εστάθη πλάι του
δεν έτρεξεν κι επλύθη.
Του γάιδαρου, της αλεπούς,
του λύκου και του γύπα...
αναφωνεί ονόματα,
και τούτο δίχως τσίπα.
Ο γάιδαρος έχει αιδώ,
έχει η αλώπηξ μπέσα,
και τούτος δω ο δολερός
κουνιέται σαν κοντέσα.
Της πάπιας και του κόκορα,
της σαύρας, της καμήλας...
ούτε που αντέχεται η οσμή
της τόσης του σαπίλας.
Αλέκτωρ άριστα ποιεί,
κακόν ουδέν η νήσσα,
τούτος εδώ ο άρπαγας
πιο μαύρος κι απ' την πίσσα.
Ουδέν που να του ξέφυγε,
τα 'χει ρημάξει ούλα,
κι ύστερα κόρη άσπιλη
απάνω στη Χαδούλα.
Άλλοτε πάλι ξαφνικά,
με ύφος σεμνοτάτου,
ωσάν την γραίαν την σεπτήν
στουν αη Ταξάρχ' του Βάτου.
Και στης νηστείας τον καιρό
τρώει μόνο απίδια,
όμως σαν έρθει βολικό
τη μάνα του την ίδια.
Σαν να μην έμαθε ποτέ
τί είναι το ΄'αλλάζειν",
τί είναι το "αισχύνεσθαι",
μονάχα το "αρπάζειν"...
Ποιός τάχα τον αντίκρισε
και δεν τον ελυπήθη,
στα σκοτεινά εξύπνησε,
στ' ανήλιαγα εκοιμήθη.