Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2012

Ωσάν εσένα

Τα δίσεχτα τα χρόνια
τα αβάσταχτα
ο Έρωτας μονάχα θα μας σώσει,
λεύτερος κι ανυπόταχτος
σαν Έλληνας,
πηγαίος και αστείρευτος
σαν ήλιος.
Ο Έρωτας ο αρμυρός,
πορφύρα και κοχύλι.
Ο Έρωτας ο άγουρος
στων κοριτσιών τα χείλη.
Ο Έρωτας ο τρυγητής,
μια πυρκαγιά, μια λαύρα.
Ο Έρωτας ο ποιητής
στου δειλινού την αύρα.
Ο Έρωτας ο ποταμός,
λεμονανθός στα κλώνια.
Ο Έρωτας ο άνεμος
σε μάρμαρα αιώνια.
Ο Έρωτας μονάχα θα μας σώσει.
Σαν ήλιος.
Και σαν Έλληνας.
Ωσάν εσένα.

Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2012

Μόνο για σένα

Ό,τι κι αν πω χαράματα κρεμιέσαι απ’ τα μάτια μου,
πού να κρυφτώ που τόσο γρήγορα νυχτώνει.
Ό,τι κι αν πεις το βήμα σ’ οδηγεί στα σκαλοπάτια μου,
πώς να μη δεις τη μοναξιά που μας παγώνει.

Ό,τι κι αν πω χωρίς εσένα όλα ίδια μοιάζουνε,
πώς να κλειστώ σ’ αδίσταχτο μακρύ χειμώνα.
Ό,τι κι αν πεις τα όνειρά σου πλάι μου πλαγιάζουνε,
πού να σταθείς σ’ έναν αμείλικτο κανόνα.

Μαζί σου πάρε με, έλα και βγάλε με
απ’ τα στενά τ’ ανήλιαγα,
αφού το ένιωσες, λόγια κι ας έκρυψες,
το γέλιο και το δάκρυ μου
για σένα μόνο φύλαγα.

Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2012

Γειά σου, Μπιρμπίλω!

Γεια σου, Μπιρμπίλω μου, αφράτη
με το αλληθωρό σου μάτι,
που ολημερίς ξεροσταλιάζεις
και προς την πόρτα μου κοιτάζεις.

Κι απ' το πρωί βρακιά απλώνεις
κι ύστερα τάχα τα μπαλώνεις,
τη μια τη λεμονιά ποτίζεις,
την άλλη τάχα τη σκαλίζεις.

Κι όλο κοιτάς ποιός μπαινοβγαίνει,
ποιός τα σκαλιά μου ανεβαίνει,
και ποιός τα βράδια με… γαργαλά,
βρε, τι μεγάλο βρήκα μπελά!

Γεια σου, Μπιρμπίλω μου, παρδάλω
με τον ποπό σου τον μεγάλο,
που με λιοπυρια και με κρυα
όλο ζητάς μια ευκαιρία.

Και ξαφνικά βάφεις κι ασπρίζεις
κι ύστερα τάχα ξεσκονίζεις,
τη μια τον γάτο βγάζεις βόλτα,
την άλλη ξεγεννάς την κότα.

Κι όλο κοιτάς ποιός μπαινοβγαίνει,
ποιός με τα χάδια του με τρελαίνει,
με ποιόν τις νύχτες τρώω… χαλβά,
βρε, θα στον κόψω εγώ τον χαβά!

Γεια σου, Μπιρμπίλω μου, κοντούλα,
που σ' όλα χώνεις τη μυτούλα,
κι ολονυχτίς δεν κλείνεις μάτι
μήπως και σου ξεφύγει κάτι.

Και στο μπαλκόνι όλο ρεμβάζεις
κι ύστερα τάχα τα άστρα διαβάζεις,
τη μια χαμομηλάκι πίνεις,
τα μπράτσα σου την άλλη ξύνεις.

Κι όλο κοιτάς ποιός μπαινοβγαίνει,
ποιός με τα κόλπα του με πεθαίνει,
με ποιόν… τρελίτσες κάνω στο χολ,
βρε, δε γλυτώνεις το... αροξόλ!

Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2012

Ο καημός του Κωσταντή





















Βρε κυρά μου, βρε καλή μου,
μου ’χεις βγάλει την ψυχή μου,
πάψε πια να μου γυρεύεις
κι όλο να με πιλατεύεις.

Θέλεις γιόμα…θέλεις βράδυ...
θα με φάει το σκοτάδι,
τι θα κάνω, τι θα γίνω,
μα τον άγιο Βαλεντίνο.

Έμεινα μισός ο δόλιος,
και μου το ’λεγε ο Λιόλιος,
φιλαράκι ’ξηγημένο
αν και παρεξηγημένο

Το ’λεγε δε θα αντέξω,
πριν το χρόνο θα τα «παίξω»,
είχε δίκιο ο ερίφης,
τούτος κάνει για σερίφης.

Σου ’πα μάζεψ’ τα μυαλά σου,
εσύ τα ’χεις τα κιλά σου,
κι όλο μου σκουντάς το…χέρι,
το γουδί, το γουδοχέρι.

Άσε πια τα «Κωσταντή μου»
και τα «ντάχτι-νταχτιρντί μου»,
αχ, Μαρίκα, Μαρικάκι,
τι το θέλεις το στριγκάκι.

Βάλε το βρακί της θειάς σου
και τη ρόμπα της γιαγιάς σου,
τι μου κάνεις τη μοιραία
κι όλο βρίσκεις κόλπα νέα.

Πόσο θέλεις να φωνάξω,
μα στο τέλος θα βελάξω,
κάλλιο να ’μουνα κριάρι
να ’τρωγα παχύ χορτάρι.

Τώρα όλη μέρα φτυάρι,
α, ρε έρμο παλικάρι,
για δεκάξι ευρουλάκια,
πώς να φας και δυο παϊδάκια.

Ένα σολομό ωραίο,
άντε έστω και γαλέο,
μια μπριζόλα, βρε παιδί μου,
μπας και βρω τη δύναμή μου.

Αχ, αγάπη μου ωραία,
που ’σαι σα θεά αρχαία,
κόψε τα παράπονά σου
και τα παρακαλετά σου.

Σαν ανέβει ο μισθός μου
θ’ ανεβεί κι η λίμπιντός μου
τότε θε να δεις χαρούλες,
θα στενάξουν οι ραχούλες...

Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2012

Η εξέγερση της Μαρίκας





















Αχ, μαργιόλη μ’ Κωσταντή μου,
αραχνιάζει… η ψυχή μου
σα μου λες πως δεν αντέχεις...
και κουράγιο πια δεν έχεις…

Μετανιώνεις που με πήρες,
λες πως τον μπελά σου ηύρες,
κι όλο λες «φτάνει, Μαρίκα»…
μα ξεχνάς θαρρώ την προίκα…

Στον Καλόγερο αμπέλια…
καλλιέργεια με χέλια...
αμ στον Πύργο τα κοπάδια…
τώρα θα σε φάν’ σκοτάδια;

Και τα χρόνια μας τα πρώτα
ζούσαμε ζωή και κότα
και τα «ντάχτι-ντάχτιρντί μου»
σου αρέσαν, Κωσταντή μου...

Όμως τέλειωσε το γλέντι
σα με ’κείνον τον λεβέντη,
γιο του κυρ-Αγαθοκλέους,
κίνησες για Σοφοκλέους…

Πάνε , ωιμέ, τ’ αμπέλια...
και τα άμοιρα τα χέλια…
κι όλο μετοχές αράδα...
στο βωμό ως…κι η φοράδα...

 Αχ, δε μ’ άκουγες τη δόλια,
τώρα τρώγε μόν’ φασόλια,
αμ, στις εκλογές, βρε όρνιο,
άκουγες το θείο Νιόνιο...

«Όχι», σου ’λεγα, «Κωστάκη»!
«Ναι», σου έλεγε, «Γιωργάκη»!
Σου ’λεγα, «Μόνο Αλέκα»!
«Είναι», σου ’λεγε, «ζεβζέκα»!

Βουλευτάδες, πλουτοκράτες
παίξαν στις δικές μας πλάτες,
πήραν δέκα, δώσαν ένα,
να στον πάτο με καδένα...

Να απ’ τη δουλειά μας ζούνε,
να και όλο μας μαδούνε,
φάγανε τα σωθικά μας,
θέλουν και τα σώβρακά μας…

Τώρα τράβα τα, αντρούλη,
μεροφάι-μεροδούλι,
μα κι εγώ μαζί με σένα
κλαίω σα μωρή…παρθένα…

Κι αν θαρρείς απ’ το μισθό σου
θ’ ανεβεί η λίμπιντός σου,
φέξε μου να μη γλιστρήσω
και κα’να…αγκάθ’ πατήσω…

Α, ρε Κωσταντή μ’, τι μου ’κανες!..

Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2012

Ανεμώνες

Τους κωδικούς ενός κανόνα σπάσαμε,
σε μια στιγμή τα λόγια μας μοιράσαμε
κι απ’ τα μυστήρια του κόσμου μαγευτήκαμε.
Ό,τι πολύ μας πόνεσε ξεχάσαμε,
ως του παράδεισου τις πόρτες φτάσαμε
και στου ανέμου τα φτερά ξημερωθήκαμε.

Ηλεκτροφόρα σύρματα περάσαμε,
μικροί θεοί για λίγο μοιάσαμε
από της νιότης μας την τρέλα μεθυσμένοι.
Για ’να φιλί τα χρόνια μας ξοδιάσαμε,
μπρούσκο κρασί το θάνατο κεράσαμε
στην αγκαλιά του Έρωτα παραδομένοι.

Της φυλακής μας τα κελιά γκρεμίσαμε.
πάνω στο κύμα τ’ όνειρό μας χτίσαμε
και ξεπεράσαμε των οριζόντων τις γραμμές.
Σαν ανεμώνες στο χιονιά ανθίσαμε,
στην καταιγίδα κόντρα περπατήσαμε
και το παρόν που μας πληγώνει στείλαμε στο χθες.

Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2012

Χρυσαλίδα

Κόσμε δυνάστη,
χτίζε σίδερα,
αμπάρωνε εξόδους,
δουλειά να μη σου λείπει!...
Κι έννοια σου,
κάνω κουκούλι το κελί,
κλώθω παλάτια όνειρα,
υφαίνω ελπίδες κάστρα.
Κι εσύ,
Εφιάλτες ταρίχευε
ζωντάνευε Ιούδες,
δουλειά να μη σου λείπει!...
Κι έννοια σου,
μεθάω με του μπάτη το φιλί,
πάω στον ουρανό σκαλί-σκαλί,
πίνω τον ήλιο στάλα-στάλα.

Σάββατο 4 Φεβρουαρίου 2012

Δεν ήτανε αερικό

Δεν ήτανε αερικό,
δεν ήτανε νεράιδα
κι ούτε ποτέ ξανάειδα
κορίτσι σαν κι αυτή.
Δεν άφησε τα ξέφωτα,
τ’ αέρινο μαντήλι,
μ’ ένα καημό στα χείλη
στη μέρα να λουστεί.

Ένα κορίτσι ήτανε
που το ’φερε ο μπάτης,
τα χείλη τα δικά της
κοχύλια τροπικά.
Της κράτησες το χέρι της
κι αυτή ένα μαζί σου,
κλειδί του παραδείσου
σε μέρη ξωτικά.

Ούτε γοργόνα ήτανε,
κι ούτε νεραιδοκόρη
μπρος τη δική σου πλώρη
να ’ρθει μια χαραυγή.
Δεν ξέχασε τις λίμνες της,
το μαγικό ραβδί της,
και σαν αποσπερίτης
στο δρόμο σου να βγει.

Ένα κορίτσι ήτανε
μέσ’ τη μεγάλη πόλη,
τα μάτια της δυο πόλοι
για σένα ξαγρυπνούν.
Τα βήματά της γίνανε
ένα με τα δικά σου,
μπήκανε στην τροχιά σου
για να σ’ ακολουθούν.