Τρίτη 21 Δεκεμβρίου 2010

Λουίζα

Μέσ’ τη μικρή της κάμαρα
κυλούσε η ζωή της
κι ύφαινε το πανί της
με τέχνη περισσή.
Χελιδονάκια, πασχαλιές
ολημερίς κεντούσε
και να φανεί ποθούσε
μια άνοιξη χρυσή.

Υφάδια οι αγάπες της,
στημόνια οι ελπίδες
κι οι ονειροπαγίδες
βελόνι θαλασσί.
Του κάμπου κρίνα κένταγε,
κι ένα μικρό μελίσσι,
θα ’θελε να μεθύσει
μ’ ένα γλυκό κρασί.

Και ύφαινε στον αργαλειό
ώσπου να ’ρθει το δείλι,
με κόκκινο μαντήλι
στα μαύρα της μαλλιά.
Μενεξεδένιες σαϊτιές
διώχναν τη μοναξιά της
κι έτρεχε η καρδιά της
σε μια ακρογιαλιά.

Άλλοι παιδί την είπανε
κι άλλοι δεινή υφάντρα
μα στο λαιμό μια χάντρα
της έδινε χαρά.
Ταξίδια ως τον ουρανό
την πήγαινε η κλωστή της
και η μικρή ψυχή της
απόχταγε φτερά.

Κι έτσι περνούσε ο καιρός,
κι η κάμαρα ξωκλήσι,
χωρίς ποτέ να κλείσει
την έννοια στο πανί.
Φεγγάρια στα υφάδια της,
κι η Παναγιά μαζί της,
δέναν στην προσμονή της
μεταξωτό σχοινί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου