Τρίτη 30 Νοεμβρίου 2010

Στου Ολύμπου την κορφή

Μπήκανε λύκοι στο χωριό
κι αρπάζουν τη σοδειά μας,
μαράθηκε η ροδιά μας,
αδειάσανε τα σπιτικά,
αδειάζει κι η ποδιά μας.

Και μας αρπάζουν το ψωμί,
αδειάζουν το παγούρι,
σώπασε το σαντούρι,
ζητάνε δα να προσκυνάς
και την  ξινή τους  μούρη.

Μέσ’ στο σκοτάδι απόμεινε
μια στάλα στο καντήλι
μέχρι να ανατείλει,
και άλλο δάκρυ δε χωρεί
στο τρύπιο μας μαντήλι.

Μα όρτσα εσύ, αγάντα εγώ
το δίκιο μας θα βρούμε,
στον Όλυμπο, σε μια κορφή,
ξανά θα γεννηθούμε.

Αχ, μπάρμπα Γιάννη Λιούγαρη





















Αχ, μπάρμπα Γιάννη Λιούγαρη,
αλισφακιά και ρόσμαρι
με πότιζες τα βράδια,
μου 'λεγες με αγώνα, πίστη και δουλειά
κάποτε θα ’ρθει ξαστεριά,
θα φύγουν τα σκοτάδια.

Θα ’ναι αφέντης ο λαός
και η ψυχή ένας ναός
κι εγώ θα συμπορεύομαι,
κι έλεγες θα ’ρθει ανατολή
κι όμως το πρώτο της φιλί
ακόμα ονειρεύομαι.

Αχ, μπάρμπα Γιάννη Λιούγαρη,
μ’ αλισφακιά και ρόσμαρι
στόλιζες τα μαλλιά μου,
μου 'λεγες νέγροι και λευκοί είναι αδερφοί
μα ως τώρα τ’ άδικο, καρφί,
ματώνει η αγκαλιά μου.

Δευτέρα 29 Νοεμβρίου 2010

Ο ξένος















Η ελπίδα ζωντανεύει στα ξενυχτισμένα μάτια του.
Επιτέλους μια πόρτα, μια πόρτα να ξεκουραστεί!
Όμως, τι ειρωνεία, μόνο ένα κρεβάτι υπάρχει στον
                      ξενώνα του σπιτιού, του Προκρούστη.
Κι οι νοικοκυραίοι λατρεύουν τις αντίκες.
Το μισόγυμνο κορμί του αναθαρρεύει.
Επιτέλους μια πόρτα, μια πόρτα να ζεσταθεί!
Μα, τι θέλει, τι γυρεύει, οι χιτώνες είναι πια
    ξεπερασμένοι.
Κι οι νοικοκυραίοι ακολουθούν πιστά τη μόδα.
Ένα χαμόγελο ανθίζει στα διψασμένα του χείλη.
Επιτέλους μια πόρτα, μια πόρτα να δροσιστεί!
Μα, τι κρίμα, στο σπίτι από καιρό ο Ξένιος Δίας
    έχει πεθάνει.
Βέβαια, τακτικά οι νοικοκυραίοι του κάνουνε
    μνημόσυνο.

Σύνθλιψη

Με πότισες,
με σκάλισες,
μου έγραψες τραγούδια,
«λεμονάκι μυρωδάτο
κι από περιβόλι αφράτο»,
με κράτησες στα χέρια σου!
Κι ύστερα μ’ έβαλες
στον αποχυμωτή
του εγωισμού σου…

Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2010

Η Εύα μοναχά αγάπησε...















Ποιος είπε πως η Εύα αμάρτησε,
έχασε τα κλειδιά του παραδείσου
κι από το δρόμο της ξεστράτισε.
Για το σκοτάδι της αβύσσου
θεός την πόρτα ανοιχτή δεν άφησε.

Ποιος είπε ότι δε λογάριασε,
μιας εντολής αιώνια παραβάτισσα.
Με λόγια της αγάπης βράδιασε,
μιας μέρας βιαστική διαβάτισσα,
αφού στους κάμπους την καρδιά της άδειασε.

Ποιος είπε πως η Εύα αμάρτησε,
πως ξέχασε θρησκεία και πατρίδα.
Η Εύα μοναχά αγάπησε,
για της καρδιάς της την ελπίδα
στα κύματα, τ' ορκίζομαι, περπάτησε.

Η Εύα μοναχά αγάπησε...

Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2010

Όσο περνάει ο καιρός...

Φεύγουν οι μέρες, τρέχουνε,
ο χρόνος ποτάμι που κυλάει…
η αγάπη σου κόκκινο παλιό κρασί,
και η καρδιά μου κελάρι αγιασμένο…

Παρασκευή 26 Νοεμβρίου 2010

Ταξίδι στις Βόρειες Σποράδες

Δεν είδα τόπο ομορφότερο,
πιο όμορφες νησιώτισσες νυφάδες,
σαλπάρουμε νωρίς με την αυγή,
πάμε μαζί στις Βόρειες Σποράδες.

Φασκόμηλο στον Τσουγκριά,
στη Σκιάθο πελαργόνια,
θυμάρι στην Αλόννησο,
της εκκλησιάς κολόνια.

Και πού πιο σμαραγδένιο όνειρο,
’κει τ’ ουρανού, καρδιά μου, οι Πλειάδες
ζηλεύουνε τις νύχτες τους θνητούς,
πάμε μαζί στις Βόρειες Σποράδες.

Στο Κλήμα άσπρο γιασεμί
και στην Πλατάνα δυόσμος,
αγιόκλημα στη Σκόπελο,
κι ανάσταση ο κόσμος.

Πέμπτη 25 Νοεμβρίου 2010

Δοκιμασία

Σε αγνάντια και σε ξάνεμα,
σε κύματα αφρισμένα
χορεύεις πυρρίχιους χορούς
με τα μαλλιά λυμένα.

Κι εγώ ακούω εκστατικά
τους ήχους του κορμιού σου,
χωρίς όρους παραδίνομαι
στις φλόγες του μυαλού σου.

Γυρεύεις μέσ’ σε λαβύρινθους,
στα σκοτεινά σκορπιέσαι,
την άκρη του νήματος να βρεις,
σαν ξωτικό πλανιέσαι.

Κι εγώ μαζί σου ακροβατώ
σε μια δοκιμασία
κι ικέτης ζητώ απ’ τους θεούς
νέκταρ και αμβροσία.

Μονάχη βουτάς χαράματα
στων πόθων σου τις δίνες,
τον ήλιο κατάματα κοιτάς
με μι’ αγκαλιά μυρσίνες.

Κι εγώ μοιραία ακολουθώ
της φλόγας σου τα πάθη
κι όλο ρωτάω μια μάγισσα
τα ξόρκια να μου μάθει.

Ιχνηλασία

Στον ίσκιο των βλεφάρων σου
κρεμάστηκα,
κυκλάμινο στα μέσα του Οκτώβρη,
στις άκρες των χειλιών σου
δεν κουράστηκα,
το «ναι» σου η καρδιά μου ψάχνοντας
στου φθινοπώρου τις στιγμές να το ’βρει.

Εγώ για σένα ξαγρυπνώ

Εγώ για σένα ξαγρυπνώ.

Αναζητώ
ένα αστέρι να φωτίζει
τις βραδιές σου.

Παρακαλώ,
ένα χέρι ν’ αποδιώχνει
τις σκιές σου.

Κι εσύ γελάς,
σα λουλούδι μαδάς
τα φτερά της χαράς μου.

Κι όλο ξεχνάς,
σε αγύρτες πουλάς
το λυγμό της καρδιάς μου.

Καρδιοχτυπώ,
μήπως φοβάσαι,
μοναχός σου μέσα στο σκοτάδι.

Κι εσύ πετάς,
και δε λυπάσαι,
τις στιγμές μου σε βαθύ πηγάδι.

Αναπολώ
σειρήνες μέρες,
σαν τραγούδαγες μόνο για μένα.

Κι εσύ σκορπάς,
βραχνές φλογέρες,
λόγια που ’λεγα μόνο σε σένα.

Εγώ για σένα ξαγρυπνώ…
Κι εσύ γελάς…

Τρίτη 23 Νοεμβρίου 2010

Θα 'δινα

Θα ’δινα,
και τι δε θα ’δινα
ένα τραγούδι αν έγραφες για μένα…

Δε θα ’ναι
επειδή τους στίχους του
ρούχο γιορτινό θα τους φορέσω,
ούτε γιατί τις λέξεις του
στεφάνι θα πλέξω στα μαλλιά μου.

Θα ’ναι γιατί, καθώς το γράφεις,
θα γίνονται τα μάτια σου
κορνίζα στη μορφή μου.

Θα ’δινα,
και τι δε θα ’δινα…

Μη μετανιώνεις

Σ’ αγάπες, γκρίζες Κυριακές,
κι αν παγιδεύτηκες,
για λάγνα μάτια μιας βραδιάς
και αν ξοδεύτηκες,
μη μου δακρύζεις,
της καρδιάς σου τα κλειδιά
εσύ χαρίζεις,
μη μου δακρύζεις.

Σε στράτες που αντάμωσες σκιές
και αν ξεχάστηκες,
με νύχτες που σ’ ανάψαν πυρκαγιές
κι αν ξελογιάστηκες,
μη μου βουρκώνεις,
με τ’ αστέρια  συντροφιά
θα ξημερώνεις,
μη μου βουρκώνεις.

Μ’ ένα τραγούδι του νοτιά
κι άμα πλανεύτηκες,
σε πολιτείες που ξεχνούν
κι αν ξενιτεύτηκες,
μη μετανιώνεις,
τ’ όνειρο εσύ ξανά
θα ανταμώνεις,
μη μετανιώνεις.

Αφιερωμένο στη Φανή 

Κόντρα

Δύσκολα περνάει ο καιρός,
τα δειλινά μικρές παγίδες,
κι αυτός ο μήνας βροχερός,
νοτίσαν οι φωτοβολίδες.

Δύσπιστες οι μέρες, πριν να ’ρθουν,
οι Κυριακές βουβές Πυθίες,
τα όνειρα σαν γεννηθούν,
πετάνε σ’ άλλες πολιτείες.

Έλα να πάμε κόντρα στους χρησμούς,
στη γη ν’ αλλάξουμε πορεία,
να σπάσουμε τους γόρδιους δεσμούς
κι ας μας ξεχάσει η ιστορία.

Σε φεγγαροδρόμια

Περπάτησα για να σε βρω
στης πέτρας τ’ ανηφόρι,
στον  ήλιο του μεσημεριού,
στ’ άγριο ξεροβόρι.

Κι όλο μια λάμια μου ’κλεβε
και το στερνό μου δάκρυ,
σα Ροβινσώνας έφτανα
στ’ ορίζοντα την άκρη.

Οι συναντήσεις μας στιγμές
μέσ’ σε φεγγαροδρόμια,
εγώ για ρότες μακρινές
κι εσύ σε σταυροδρόμια.

Καράβι δίχως άγκυρες εγώ
ταξίδευα τις νύχτες
κι εσύ καδένα μου σ’ ένα βυθό
κοιτούσες λεπτοδείχτες.


Σ’ ένα δειλινό
στου Περιβολιού.

Σάββατο 20 Νοεμβρίου 2010

Σα νόθο να μ' αρνιέσαι

Νυχτώθηκα να δίνομαι
και συ ν’ αναρωτιέσαι,
για ένα λάθος να με καις,
σα νόθο να μ’ αρνιέσαι.

Με βήματα μετέωρα,
παιχνίδια τσακισμένα,
να κρύβομαι σε μια σπηλιά,
να κάνω τον Κανένα.

Να ’μαι το νόθο σου παιδί
μέσα στην άγρια πόλη,
να με ποτίζεις με χολή,
καπνούς και αλκοόλη.

Κουράστηκα να κρίνομαι
και πίσω σου να τρέχω,
στο ένα πόδι να βαστώ,
σε μια γωνιά ν’ αντέχω.

Με κρίματα αμφίβολα,
θλιμμένες πεταλούδες,
να κρέμομαι σε μια θηλιά,
να κάνω τρεις Ιούδες.

Να ’μαι το νόθο σου παιδί
μέσα στην άγρια πόλη,
να με ποτίζεις με χολή,
καπνούς και αλκοόλη.

Παρασκευή 19 Νοεμβρίου 2010

Μετεξεταστέα

Τη λειψή μου γνώση
την ξανάστειλα σχολειό
γράμματα απ’ την αρχή να μάθει.
Όχι ποιά είναι του Αρχιμήδη η αρχή.
Μα πώς δε χορταίνουνε ψωμάκι οι φτωχοί.
Ούτε πότε έγινε η μάχη των Πλαταιών.
Μα άραγε πώς χάνεται το δίκιο των λαών.
Και ούτε ποιος σπόρος βελτιώνει τη σοδειά.
Μα πώς θα γίνει να χαμογελάνε τα παιδιά.
Όχι ποιά ποτάμια διασχίζουν την Ευρώπη.
Μα πώς θα είναι ίσοι όλοι οι ανθρώποι.
Ούτε ποιος «μολών λαβέ» είπε στον Ξέρξη.
Μα πώς κάποτε αληθινά θα φέξει.
.

Πέμπτη 18 Νοεμβρίου 2010

Σ' αναζητώ

Σ’ αναζητώ,
άχνη απλωμένη
σε πλάνες θάλασσες,
βροχή πεσμένη
σε γη που αγκάλιασες.

Σ’ αναζητώ,
λόγια γραμμένα
σε μαυροπίνακα,
πουλιά κρυμμένα
σε μοίρα-κλίμακα.

Σ’ αναζητώ,
άκρη χαμένη
σε αγιοκλήματα,
κλωστή δεμένη
σε άγια βήματα.

Σ’ αναζητώ,
δάκρυα χυμένα
σε στράτες-θύμησες,
χείλη δοσμένα
σ’ αυγή που φίλησες.

Σ’ αναζητώ…

Μάτια του έρωτα

Δυο μάτια μ’ έφτασαν στης γης το πέρας,
ένα φιλί στα όρια μιας μέρας,
και έκανα το γέλιο τους πατρίδα,
όλες τις φλόγες μέσα τους τις είδα.

Θυσία γίνονταν τα δειλινά
και προσευχή στο όρος του Σινά,
μάτια του έρωτα και της φωτιάς,
μα πόλη γίνανε της ξενιτιάς.

Δυο μάτια μ’ έφτασαν στης γης την άκρη,
πετράδια ακριβά χαρά και δάκρυ,
και έκανα τον πόνο τους πατρίδα,
όλες τις δίψες μέσα τους τις είδα.


Αφιερωμένο στον κ.Δημήτρη

Τετάρτη 17 Νοεμβρίου 2010

Της νύχτας τα φιλιά

Θολώνουνε της μνήμης οι καθρέφτες,
η πάχνη της σιωπής όλα τα σβήνει,
της νύχτας τα φιλιά γινήκαν κλέφτες
και μόνο μι’ απορία έχει μείνει.

Σε ποιά πατρίδα τώρα ξενυχτάνε
χαρίζουν τις στιγμές τους και τα λόγια,
κι εσύ σε μι’ αποβάθρα τριγυρίζεις
των πλοίων ψάχνοντας τα δρομολόγια.

Μακραίνουν λέξεις, ήχοι και εικόνες,
μονόδρομοι όλοι της γης οι δρόμοι,
της νύχτας τα φιλιά γίναν κυκλώνες,
κι ο  νους αποκλεισμένο σταυροδρόμι.


Αφιερωμένο στη Μίνα

Ονειροπόλος εραστής

Στα πενηνταένα σου και δε μεγάλωσες,
ονειροπόλος πάντα, ρομαντικός,
όλο κοιτάς στον ουρανό τ’ αστέρια
πετάς πάνω σε σύννεφα διαρκώς.

Ονειρεύεσαι κρυφούς παράδεισους
και άγγελους με ολόλευκα φτερά
σαν μέσα στων δρόμων ψάχνεις τη βοή,
 να βρεις θες ζωγραφισμένη τη χαρά.

Τραγουδάς για αγάπες και έρωτες
θαρρείς πλάστηκαν όλα αγγελικά,
μα μπορεί μέσ’ στου μυαλού σου το γυαλί
να είναι μονάχα μωβ βεγγαλικά.

Καλοκαίρι θαρρείς πως είναι πάντα
ολοένα μπουνάτσα και ξαστεριά,
και δε βλέπεις πως άγριες φουρτούνες
χτυπάνε βράχους, τσακίζουνε σκαριά.

Βερεσέ πάντα δίνεις τα χάδια σου
και ζητάς μονάχα για πληρωμή σου
ένα όμορφο ζεστό χαμόγελο,
μα, αδιόρθωτε, σκόνη η αμοιβή σου.

Και γυρνάς, ονειροπόλος εραστής,
συνέχεια γυρεύεις την αλήθεια,
όλα  γύρω σου νομίζεις μοιάζουνε
με της γιαγιάκας σου τα παραμύθια.


Σε κάποια που σήμερα γιορτάζει...

Τρίτη 16 Νοεμβρίου 2010

Είναι καιρός...

Από μικρή στον ύπνο μου
γλυκά μου τραγουδούσαν:
«Κελαηδάτε, ωραία μου πουλάκια,
κελαηδάτε τον ωραίο σας σκοπό.
Μη μιλάτε, παιδάκια, που απορείτε,
μη ρωτάτε τι σημαίνει σ’ αγαπώ.
Μάθετέ με, ωραία μου πουλάκια,
μάθετέ με σαν και σας να τραγουδώ.
Χασμουριέμαι, παιδάκια, να χαρείτε,
και βαριέμαι την αλήθεια σας να δω.»

Μα είναι καιρός να μεγαλώσω,
στον ουρανό τα χέρια μου ν’ απλώσω,
το όνειρο σημαία να υψώσω,
τις σκουριασμένες συνταγές τους να ξηλώσω.

Κι άλλα τραγούδια μου ’λεγαν
ο ύπνος να με παίρνει:
«Μπέμπα, πόσο έχεις στρογγυλέψει,
μπέμπα, την καρδιά μου έχεις κλέψει.
Μα, παιδάκια μου, κι αν απορείτε
για δικαιοσύνη ούτε λέξη.
Μπέμπα, και τι μπόι έχεις ρίξει
μπέμπα, λες και σ’ έχουνε τραβήξει.
Μα, παιδάκια μου, αχ να χαρείτε,
τρέχω το σουφλέ μου μη δεν πήξει,»

Μα είναι καιρός πια να ξυπνήσω,
αντίστροφα τους δείχτες να γυρίσω,
παιδί να ξαναγίνω, να ρωτήσω,
και τη γροθιά μου στο μαχαίρι να χτυπήσω.

Σοφές κουβέντες άκουγα,
ανδρών μεγάλων ρήσεις:
«Να μη σε μέλλει, μη ρωτάς
ποτέ κακό μη πάθεις,
και να μαζεύεις, να κρατάς,
την εξουσία να ’χεις.
Παίρνε ομπρέλα στη βροχή,
πρόσεχε τις παγίδες,
κι όταν φωνάζουν οι λαοί
βάζε ωτοασπίδες,»

Μα είναι καιρός πια να πετάξω,
κατάματα το ψέμα να κοιτάξω,
μεγάλη πια να γίνω, να φωνάξω,
τις αλυσίδες στα σκουπίδια να πετάξω

Και είναι νομοτέλεια,
το λεν και τα βιβλία:
«Στο βασιλιά να υπακούς
χωρίς διαμαρτυρίες.
Μέγιστα λάθη το «δοκούν»
κι οι ειρηνικές πορείες.
Οι λίγοι να ’χουν τα πολλά
και οι πολλοί τα λίγα.
Για το ψωμάκι μη ρωτάς
του εργάτη, του κολίγα.

Μα είναι καιρός να αντιδράσω,
από τα μαγειριά τους ν’ αποδράσω,
παιδί να ξαναγίνω, να το σκάσω,
και τα τραγούδια τους ανάποδα να γράψω.


Αφιερωμένο σε όλα τα παιδιά του κόσμου.

Δευτέρα 15 Νοεμβρίου 2010

Το ξέρεις...

Ζωγράφισα ένα χελιδόνι να σου στείλω

για να βιαστούν να ανθίσουνε οι πασχαλιές,

και του Γενάρη το βοριά έκανα φίλο

να μη σου σβήνει μέσ’ στο κρύο τις φωτιές.

 

Το ξέρεις πόνεσα πολύ για να σε βρω,

στο δρόμο ξόδεψα της νιότης το νερό,

απόψε κράτα με σφιχτά όσο μπορείς,

οι ομορφιές της γης με αρνήθηκαν νωρίς.

 

Ταξίδεψα μέσα στου κόσμου τη φουρτούνα

μονάχη ψάχνοντας αγγέλων μουσικές,

κρατώντας μέσ’ στα στήθη μου μια παπαρούνα

για να ’ναι κόκκινες οι γκρίζες Κυριακές.

 

Ζωγράφισα ένα καραβάκι να σου στείλω

να ταξιδεύεις με ανοιγμένα τα πανιά,

των Εσπερίδων έχω φυλαγμένο μήλο

να σου γλυκαίνει τους χειμώνες την καρδιά…


Κυριακή 14 Νοεμβρίου 2010

Σκόπελος

Ένα καταπράσινο αστέρι άφησε τον ουρανό.
Το καλούσε το πέλαγος.
Μάρτυρες του έρωτά τους κοινοί θνητοί,
                                            μικροί ημίθεοι
παιδιά του αστεριού και του πελάγους.

Σάββατο 13 Νοεμβρίου 2010

Άσε με, φίλε...

Τα λόγια μου τα τσίφτικα
στα νεύρα σε χτυπάνε,
τα ρούχα μου τ’ αλήτικα
τη μόστρα σου χαλάνε.

Το δίκιο μου άμα ζητώ
γκρεμίζω λες τους νόμους,
στους τοίχους γράφω «σ’ αγαπώ»
μου στέλνεις αστυνόμους.

Για της ζωής μου το σκοπό
λόγο δε θα σου δώσω,
άσε με, φίλε, ήσυχη
μέσ' στ' «αγαπώ» να λιώσω,
έστω κι  αν μετανιώσω.

Το βήμα μου το άστατο
μπερδεύει το ρυθμό σου,
το βλέμμα μου τ’ αδιάκριτο
χαλά το σχέδιό σου.

Τα βράδια όταν τραγουδώ
φωνάζεις «ησυχία»,
στους δρόμους άμα τριγυρνώ
«περνά περιπολία».

Απ’ τη δική μου τη ζωή
ρέστα δε σου χρωστάω,
άσε με, φίλε, ήσυχη
το ντέφι να χτυπάω,
στο διάολο κι ας πάω…

Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2010

Στης λευτεριάς μου το σκοπό

Θέλω να φύγω
και να ξεφύγω
από φραγμούς και όρια.
Στενέψανε τα περιθώρια,
θέλω τον άνεμο ν’ ακολουθώ.

Σ’ ένα παράφορο καιρό
θέλω να ζήσω, να ονειρευτώ.
Μου είναι αδιάφορο και αν
μέσα στα δίχτυα του παγιδευτώ.

Θέλω να κάψω
και να διαγράψω
μονόδρομους και αδιέξοδα.
Κι ας χρεωθώ διπλά τα έξοδα,
θέλω στα όνειρά μου να χαθώ.

Με της καρδιάς μου τα φτερά
να δραπετεύσω και να ξανοιχτώ.
Στης λευτεριάς μου το σκοπό
να αιωρούμαι και να ξενυχτώ.

Ελένη

Λυγμός σ’ απόμεινε από ένα μισεμό
όταν η μοίρα σ’ άλλαξε τη ρότα
σ’ ένα ταξίδι που δεν έχει τελειωμό,
σε ένα δρόμο με σβησμένα φώτα.

Ελένη, αχ, του έρωτα και του φευγιού,
τα μάτια σου σκιάζει η προδοσία,
κανείς δε χρέωσε το κρίμα στους θεούς,
πονάει, καρδιά μου, η αθανασία.

Τι θέλησες εσύ  δε γράφουν τα χαρτιά,
πουλιά τα όνειρά σου και πετάξαν,
εσύ πληρώνεις το χαμό και τη φωτιά
κι αν άλλοι την αυγή μια πόλη κάψαν.


Αφιερωμένο στην Ελένη
και σε κάθε  Ελένη.

Πέμπτη 11 Νοεμβρίου 2010

Τέσσερις εποχές (αέναη διαδρομή)

Ακράτητη έφηβη
καλπάζει
ποτίζει τους κάμπους
ανθισμένη ζωή
σκορπάει απλόχερα
πολύχρωμους ανθούς
στροβιλίζεται
στην ανεμελιά της νιότης της
παρασύροντας στο χορό της
την Περσεφόνη.
Νεαρή γυναίκα
περπατάει πλάι στο ζεστό κύμα
μαζεύει βότσαλα,
κοχύλια, αστερίες
γεύεται της γης
καρπούς ώριμους
αφήνεται στη σαγήνη
της ολόγιομης σελήνης
προκαλώντας στη γεύση της εμπειρίας
την Περσεφόνη.
Γυναίκα ώριμη
πορεύεται στους πρόποδες του βουνού
παρατηρεί γύρω της
την εναλλαγή των χρωμάτων
πονάει για τα χρυσοκίτρινα φύλλα
που θα γίνουν σταχτιά
λυπάται για τα χελιδόνια
που την αφήνουν
κρατώντας από το χέρι
την Περσεφόνη.
Γυναίκα σκυφτή
ακολουθεί μοιραία το ποτάμι
αισθάνεται στη ραχοκοκαλιά της
τ’ αγριοβόρι
αφήνει τα ίχνη της
στην παγωμένη γη
με τους μυς να σφίγγουν
μέσα στη σκληρότητα του χιονιού
προσμένοντας το στροβίλισμα της έφηβης
με την Περσεφόνη.

Τετάρτη 10 Νοεμβρίου 2010

Χίλια τραγούδια

Αυγή, στο προσκεφάλι σου
κεντάω αγγελούδια
και, νύχτα, στο μπαλκόνι σου
γράφω χίλια τραγούδια.

Τραγούδια για τα μάτια σου,
να σε πηγαίνουν στ' άστρα,
ν' αποκοιμιέσαι σαν παιδί
στου ουρανού τα κάστρα.