Από μικρή στον ύπνο μου
γλυκά μου τραγουδούσαν:
«Κελαηδάτε, ωραία μου πουλάκια,
κελαηδάτε τον ωραίο σας σκοπό.
Μη μιλάτε, παιδάκια, που απορείτε,
μη ρωτάτε τι σημαίνει σ’ αγαπώ.
Μάθετέ με, ωραία μου πουλάκια,
μάθετέ με σαν και σας να τραγουδώ.
Χασμουριέμαι, παιδάκια, να χαρείτε,
και βαριέμαι την αλήθεια σας να δω.»
Μα είναι καιρός να μεγαλώσω,
στον ουρανό τα χέρια μου ν’ απλώσω,
το όνειρο σημαία να υψώσω,
τις σκουριασμένες συνταγές τους να ξηλώσω.
Κι άλλα τραγούδια μου ’λεγαν
ο ύπνος να με παίρνει:
«Μπέμπα, πόσο έχεις στρογγυλέψει,
μπέμπα, την καρδιά μου έχεις κλέψει.
Μα, παιδάκια μου, κι αν απορείτε
για δικαιοσύνη ούτε λέξη.
Μπέμπα, και τι μπόι έχεις ρίξει
μπέμπα, λες και σ’ έχουνε τραβήξει.
Μα, παιδάκια μου, αχ να χαρείτε,
τρέχω το σουφλέ μου μη δεν πήξει,»
Μα είναι καιρός πια να ξυπνήσω,
αντίστροφα τους δείχτες να γυρίσω,
παιδί να ξαναγίνω, να ρωτήσω,
και τη γροθιά μου στο μαχαίρι να χτυπήσω.
Σοφές κουβέντες άκουγα,
ανδρών μεγάλων ρήσεις:
«Να μη σε μέλλει, μη ρωτάς
ποτέ κακό μη πάθεις,
και να μαζεύεις, να κρατάς,
την εξουσία να ’χεις.
Παίρνε ομπρέλα στη βροχή,
πρόσεχε τις παγίδες,
κι όταν φωνάζουν οι λαοί
βάζε ωτοασπίδες,»
Μα είναι καιρός πια να πετάξω,
κατάματα το ψέμα να κοιτάξω,
μεγάλη πια να γίνω, να φωνάξω,
τις αλυσίδες στα σκουπίδια να πετάξω
Και είναι νομοτέλεια,
το λεν και τα βιβλία:
«Στο βασιλιά να υπακούς
χωρίς διαμαρτυρίες.
Μέγιστα λάθη το «δοκούν»
κι οι ειρηνικές πορείες.
Οι λίγοι να ’χουν τα πολλά
και οι πολλοί τα λίγα.
Για το ψωμάκι μη ρωτάς
του εργάτη, του κολίγα.
Μα είναι καιρός να αντιδράσω,
από τα μαγειριά τους ν’ αποδράσω,
παιδί να ξαναγίνω, να το σκάσω,
και τα τραγούδια τους ανάποδα να γράψω.
Αφιερωμένο σε όλα τα παιδιά του κόσμου.