Κύριοί μου και κυρίες
δύσκολες οι συγκυρίες,
πάνε τα παραπανίσια
και οι βόλτες στα Παρίσια.
Σας το λέω υπευθύνως
πάει ο καιρός εκείνος
που με ένα ταλιράκι
έπαιρνες διπλό σουβλάκι.
Είμαι ’γω η Μαριγούλα
απ’ την πάνω τη Ραχούλα,
που ’τανε πολλά να πάθω
κι ήταν όλα για να μάθω.
Φανταζόμουνα η δόλια
σκουλαρίκια και βραχιόλια,
σταριλίκια, ντόλτσε βίτα,
τώρα τρώω σκέτα βλίτα.
Ήθελα να φιγουράρω
στο φακό για να ποζάρω,
απ’ τη βιάση μ’ πάν’ οι μάντρες
μπας και γίνω Ούρσουλ’ Άντρες.
Σαν κατέβηκα στην πόλη
όπου φύγει-φύγει όλοι,
όλα είχαν ερημώσει,
ούτε πιόμα, ούτε βρώση.
Αχ, η τρόικα, που λέτε,
άρχισε τα σύρτε-φέρτε
και μνημόνια και βάλε,
άντε τώρα άκρη βγάλε.
Πίσω στο χωριό η έρμη,
πέρασα κι απ’ το Πικέρμι,
ήπια ’κανα δυο ουζάκια
να γλυκάνω τα φαρμάκια.
Τώρα πάλι στο χωράφι,
έχω και μυαλό ξουράφι,
τρείς πατάτες, δυο καρότα
μήπως και τα φέρω βόλτα.
Και δεν είπα «ναι» στο μάμο,
που μου πρότεινε και γάμο,
να ’χα κι άλλο ένα ζόρι,
αχ, θα έπαιρνα τα όρη.
Τώρα σφίγγω τα ζωνάρι
πιο κι απ’ πέρσι το Γενάρη,
πόσο κι άλλο να το σφίξω,
μου ’ρχεται τσ’ φωνές να μπήξω.
Δε μιλώ από γινάτι
αλλά μήπως γίνει κάτι,
μήπως και λευτερωθούμε,
άσπρη μέρα μπας και δούμε!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου