Κι οι δυο τον ίδιο μήνα γεννηθήκανε
Αύγουστος ή Σεπτέμβρης ήτανε θαρρώ
ο ένας σε μεγάλο αρχοντόσπιτο
ο άλλος μέσα σε τσαντίρι φτωχικό.
Αργότερα οι δυο συναντηθήκανε
ένα πρωινό στου ποταμιού την άκρη
παίξανε, τρέξανε και τσακωθήκανε,
στα μάγουλα κύλησε το πρώτο δάκρυ.
Κι από τότε συναντιούνταν κάθε μέρα,
ώρες μ’ ατέλειωτα παιγνίδια περνούσαν,
μαζί τρέχανε και γελούσαν ξέγνοιαστοι
ρούχα , σπίτι και καταγωγή ξεχνούσαν.
Όλη τη μέρα τον κόσμο χαλούσανε
με χίλια δυο πειράγματα και σκανταλιές
κι ως το βράδυ κάστρα και πύργους χτίζανε,
χτίζανε, γκρεμίζανε στις ακρογιαλιές.
Και τα δυο τους ησυχία δεν είχανε
πραγματικά ζιζάνια, πειραχτήρια
πέτρα όρθια πουθενά δεν άφηναν
με σκανταλιές και καμώματα μύρια.
Έτσι γι’ αυτό όλοι αγανακτούσανε,
παραήταν ανήσυχα και ζωηρά,
όμως από τα δυο το ένα ήτανε
του πλούσιου τρανού άρχοντα η σπορά.
Κι έτσι όλοι συμφωνούσαν και λέγανε,
δε γίνεται, αυτός ήτανε ο καλός,
σίγουρα ήτανε καλός και φρόνιμος,
του άρχοντα ο γιος, του άρχοντα ο γιος.
Τ’ άλλο ήταν που ’φταιγε, το παλιόπαιδο,
αναμφίβολα ο αίτιος δηλαδή
και τ' αρχοντόπουλό τους το παρέσερνε,
του γύφτου το παιδί, του γύφτου το παιδί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου