Πέμπτη 31 Μαρτίου 2011

Στων αγγέλων τη γωνιά

Μαζί μου έλα, να γνωρίσεις
την παλιά μου γειτονιά,
εφτά φορές μέσ’ τα περβόλια
άνθιζε η λεμονιά.

Πάμε,  μέρα να σου δείξω
πώς ανθίζαν τα παρτέρια,
πάμε, γιόμα για να μάθεις
πώς αγκάλιαζαν τα χέρια.

Τον ήλιο παλικάρια
παραβγαίνανε
κι όλα τα χτυποκάρδια
ντέφι παίρνανε.

Παράφορα κορίτσια
ρόδα μοιάζανε
κι όλα μαζί τα μύρα
αργοστάζανε.

Πάμε, δείλι να σου δείξω
πώς γιορτάζανε οι ροδιές,
πάμε, νύχτα για να μάθεις
πώς γλεντούσανε οι καρδιές.

Λεβέντες μέσ’ στις στράτες
τραγουδούσανε,
και όλα τα φεγγάρια
προσκυνούσανε.

Τ’ αστέρια οι γυναίκες
ανταμώνανε,
κι όλα μαζί τα κρίνα
σιγολιώνανε.

Μαζί μου έλα, να γνωρίσεις
την παλιά μου γειτονιά,
μαζί μου έλα, και γυρνάμε
στων αγγέλων τη γωνιά.

Στους υπέροχους ανθρώπους
της παλιά μου γειτονιάς.

Τετάρτη 30 Μαρτίου 2011

Το χρονικό μιας άτυχης αγάπης

Μ’ ερωτική διάθεση
σε κάθε σου μετάθεση,
Πετρή, σ’ ακολουθούσα.
Για πάντα να ’μαστε μαζί,
και η αγάπη μας να ζει
κρυφά παρακαλούσα!

Τον έρωτά μας ζούσαμε
και σαν πουλιά πετούσαμε
σ’ όλη την επαρχία.
Στου έαρος τα γιασεμιά,
στου θέρους τη λιποθυμιά,
μέσ’ στου χιονιά τα κρύα.

Ήσουν για με μικρός θεός.
Και σαν ανέβει ο μισθός
θα ’ρθουνε άσπρες μέρες,
μου έλεγες τα δειλινά.
Όλα θα είναι μαγικά,
Θα βάλουμε και βέρες.

Μ’ άλλες των δυο μας οι βουλές,
τσαρδί χωρίς αναβολές.
Κι άλλες των υπουργείων.
Άρχισαν οι περικοπές,
χαθήκανε κι οι διακοπές,
και πέσαμε στο μείον.

Σου ’λεγα θα παλέψουμε,
μαζί θα ταξιδέψουμε,
Πετρή μου, ως το τέλος.
Μα ήρθε ’κείνη η δοντού,
κόρη κυρίου διευθυντού,
και μου έριξε ένα βέλος.

Αχ, αλί, η ξελιγωμένη,
ρετιρέ στη Βουλιαγμένη,
και γραφεία και κουρσάρες.
Μάνατζερ σε διόρισε
κι εμένα με προόρισε
για ασκητική στις Σάρρες…

Τρίτη 29 Μαρτίου 2011

Στης γης τις καλημέρες

Στης γης τις καλημέρες
μαζί θα περπατήσουμε,
της μοίρας τις φοβέρες
εμείς θα τις ξορκίσουμε.

Στης γης τις καλημέρες
θυμάρι θα φυτέψουμε,
τις μπερδεμένες μέρες
εμείς θα ξεμπερδέψουμε.

Αγέρας να φυσήξει,
τον ήλιο να κοιτάξουμε,
του άδικου τη στίξη
για πάντα να αλλάξουμε.

Μαζί τους κάμπους να τους σπέρνουμε
κι ίσα το στάρι μας να παίρνουμε,
λιγάκι να φτωχύνουν οι τρανοί,
ψωμάκι να χορτάσουν οι λαοί.

Να πάψει η γη να είν’ απάνθρωπη,
να μη ματώνουνε οι άνθρωποι,
να γίνει ο κόσμος όλος μια αγκαλιά,
να βρουν πάλι το γέλιο τα παιδιά.

Σάββατο 26 Μαρτίου 2011

Κι αν φύγω

Κι αν φύγω θα με ξαναβρείς
στις προσευχές που έκανα
στο δρόμο σου να έχεις φως,
στις σιωπές που κλείστηκα
να μένει ο πόνος μου κρυφός.

Κι αν φύγω θα με ξαναβρείς
στα δειλινά που κένταγα
να ’ναι η ζωή σου μενεξιά,
στα δάκρυα που έσβηνα
να ξεγελώ τη μοναξιά.

Κι αν φύγω θα με ξαναδείς
στα λόγια που τραγούδαγα
με της καρδιάς μου το σκοπό,
στα βράδια που σε γύρευα
για να σου πω πως σ’ αγαπώ.

Πέμπτη 24 Μαρτίου 2011

Μονάχα για τα μάτια σου

Στης χαραυγής τα χρώματα
βροχούλα είπα να γινώ,
μονάχα για τα μάτια σου.
Μα σαν αγέρας πέρασες,
που ’θελε νά βρει θάλασσες,
ποτάμια να προλάβει...
Το μονοπάτι πήρα,
με τις ξερολιθιές,
κλωνάρια πικραμυγδαλιάς
φυτρώσανε στα μάτια μου…
Κι είπα βροχούλα να ξαναγινώ,
μονάχα για τα μάτια σου,
και να κλειστώ στο μούχρωμα,
ποτάμια κι αν δε πρόλαβες,
κι αν ίσως θάλασσες δε βρήκες....

Τετάρτη 23 Μαρτίου 2011

Μη μ' αρνηθείς

Μη μ’ αρνηθείς,
κράτα με, της καρδιάς
μικρό στολίδι σου,
σύντροφε, ήλιε, εραστή.
Όχι μην πεις,
το μόνο που με σώνει
το ταξίδι σου,
κύμα, πουλί, τραγουδιστή.

Να θυμηθείς,
βάλε στις φλέβες μου
λίγο απ’ το κέφι σου,
φίλε, ουρανέ, ταξιδευτή.
Όσο μπορείς,
δώσ’ μου να κοινωνήσω
με τη μέθη σου,
φωτιά, αγέρα, ποιητή.

Τρίτη 22 Μαρτίου 2011

Το πάθημα της Μαριγούλας (ii)

Κύριοί μου και κυρίες
δύσκολες οι συγκυρίες,
πάνε τα παραπανίσια
και οι βόλτες στα Παρίσια.

Σας το λέω υπευθύνως
πάει ο καιρός εκείνος
που με ένα ταλιράκι
έπαιρνες διπλό σουβλάκι.

Είμαι ’γω η Μαριγούλα
απ’ την πάνω τη Ραχούλα,
που ’τανε πολλά να πάθω
κι ήταν όλα για να μάθω.

Φανταζόμουνα η δόλια
σκουλαρίκια και βραχιόλια,
σταριλίκια, ντόλτσε βίτα,
τώρα τρώω σκέτα βλίτα.

Ήθελα να φιγουράρω
στο φακό για να ποζάρω,
απ’ τη βιάση μ’ πάν’ οι μάντρες
μπας και γίνω Ούρσουλ’ Άντρες.

Σαν κατέβηκα στην πόλη
όπου φύγει-φύγει όλοι,
όλα είχαν ερημώσει,
ούτε πιόμα, ούτε βρώση.

Αχ, η τρόικα, που λέτε,
άρχισε τα σύρτε-φέρτε
και μνημόνια και βάλε,
άντε τώρα άκρη βγάλε.

Πίσω στο χωριό η έρμη,
πέρασα κι απ’ το Πικέρμι,
ήπια ’κανα δυο ουζάκια
να γλυκάνω τα φαρμάκια.

Τώρα πάλι στο χωράφι,
έχω και μυαλό ξουράφι,
τρείς πατάτες, δυο καρότα
μήπως και τα φέρω βόλτα.

Και δεν είπα «ναι» στο μάμο,
που μου πρότεινε και γάμο,
να ’χα κι άλλο ένα ζόρι,
αχ, θα έπαιρνα τα όρη.

Τώρα σφίγγω τα ζωνάρι
πιο κι απ’ πέρσι το Γενάρη,
πόσο κι άλλο να το σφίξω,
μου ’ρχεται τσ’ φωνές να μπήξω.

Δε μιλώ από γινάτι
αλλά μήπως γίνει κάτι,
μήπως και λευτερωθούμε,
άσπρη μέρα μπας και δούμε!

Δευτέρα 21 Μαρτίου 2011

Ο Έρωτας δεν αστοχά

Ο Έρωτας δεν έφυγε
Τα πρωινά αρχίζει το τραγούδι
Ο Έρωτας δε ξέχασε
Όλο εδώ τριγύρω ξενυχτάει
Ο Έρωτας δεν λησμονεί
Στα βλέφαρα των κοριτσιών
τα βράδια αποκοιμιέται
Ο Έρωτας δεν αστοχά
Μέσα στου κόσμου τη βουή
Εσύ αστόχησες
Κι εγώ από ρίμες κρέμομαι
Ν’ ακούσω το τραγούδι σου
Εδώ τριγύρω
Στα βλέφαρά μου ν’ αποκοιμηθείς

Κυριακή 20 Μαρτίου 2011

Χελιδόνια

Από μέρη ξεχασμένα,
χελιδόνια λυπημένα
σαν αλήτες τριγυρνούν,
κάτι πικραμένα βράδια
μέσ’ στης νύχτας τα σκοτάδια
το κατώφλι σου χτυπούν.

Στα φτερά τα μεταξένια
κουβαλούν ό,τι άφησες,
στο σκοτάδι σου θυμίζουν,
σου ξυπνούν όσα αγάπησες.

Μαργαρίτα μυρωμένη
απ’ αυλή λησμονημένη
στην καρδιά σου ακουμπούν,
τραγουδάκι ψιθυρίζουν
κι οι αγάπες σου γυρίζουν,
μακριά σου δεν μπορούν.

Σάββατο 19 Μαρτίου 2011

Ο αίτιος

Κι οι δυο τον ίδιο μήνα γεννηθήκανε
Αύγουστος ή Σεπτέμβρης ήτανε θαρρώ
ο ένας σε μεγάλο αρχοντόσπιτο
ο άλλος μέσα σε τσαντίρι φτωχικό.

Αργότερα οι δυο συναντηθήκανε
ένα πρωινό στου ποταμιού την άκρη
παίξανε, τρέξανε και τσακωθήκανε,
στα μάγουλα κύλησε το πρώτο δάκρυ.

Κι από τότε συναντιούνταν κάθε μέρα,
ώρες μ’ ατέλειωτα παιγνίδια περνούσαν,
μαζί τρέχανε και γελούσαν ξέγνοιαστοι
ρούχα , σπίτι και καταγωγή ξεχνούσαν.

Όλη τη μέρα τον κόσμο χαλούσανε
με χίλια δυο πειράγματα και σκανταλιές
κι ως το βράδυ κάστρα και πύργους χτίζανε,
χτίζανε, γκρεμίζανε στις ακρογιαλιές.

Και τα δυο τους ησυχία δεν είχανε
πραγματικά ζιζάνια, πειραχτήρια
πέτρα όρθια πουθενά δεν άφηναν
με σκανταλιές και καμώματα μύρια.

Έτσι γι’ αυτό όλοι αγανακτούσανε,
παραήταν ανήσυχα και ζωηρά,
όμως από τα δυο το ένα ήτανε
του πλούσιου τρανού άρχοντα η σπορά.

Κι έτσι όλοι συμφωνούσαν και λέγανε,
δε γίνεται, αυτός ήτανε ο καλός,
σίγουρα ήτανε καλός και φρόνιμος,
του άρχοντα ο γιος, του άρχοντα ο γιος.

Τ’ άλλο ήταν που ’φταιγε, το παλιόπαιδο,
αναμφίβολα ο αίτιος δηλαδή
και τ' αρχοντόπουλό τους το παρέσερνε,
του γύφτου το παιδί, του γύφτου το παιδί.

Παρασκευή 18 Μαρτίου 2011

Κρυμμένα Φαντάσματα

-Τι έχεις, έρημε, και βογκάς, σκάβε για να προκάμεις!
-Τη γη μου πήρες και το βιός, το άμοιρο άλογό μου,
μαύρο μου κάνεις το ψωμί, φαρμάκι το νερό μου…
-Στη δούλεψή μου πώς πεινάς, ψωμί πώς δε χορταίνεις;
Σύρε και φέγγει η αυγή κι ο τρύγος περιμένει!
-Μου άρπαξες την πένα μου, μου ’σκισες τα βιβλία,
στάχτη μου θέλεις το μυαλό, ρημάδι την καρδιά μου…
-Πολλά μαθές μου έμαθες μα τώρα να ξεμάθεις!
-Και τον αέρα μου ζητάς, τη σκέψη και το νου μου…
-Τι έχεις, έρημε, και μιλάς και η σοδειά μου φεύγει;
Για θα σε πάρει ο ποταμός, για θα χαθείς στο ρέμα!
-Άλλο δεν παίρνει, ως εδώ! Και τι μου έχει μείνει;
Κι αν θα με πάρει ο ποταμός κι εσέ μαζί θα πάρει.
Κι άμα στο ρέμα θα χαθώ, κι εσύ μαζί μ’ εμένα!

Πέμπτη 17 Μαρτίου 2011

Θάλασσες

Διασχίζοντας μιαν έρημο
ονειρευόσουν θάλασσες
κι αφέθηκες στην ορμή σου.
Η άμμος και ο άνεμος
αιχμάλωτη σε θέλανε,
όμως της νιότης το κρασί, μετάληψη,
τις  ώρες τις μεσημβρινές,
τις παγωμένες νύχτες.
Μέσα στο είναι σου θάλασσες
-που πριν τις δεις αγάπησες,
τις ονειρεύτηκες προτού τις συναντήσεις-
κι ήθελες μέσα τους να είσαι.
Διασχίζοντας μιαν έρημο
ονειρευόσουν θάλασσες
κι αφέθηκες στην ορμή τους…


Στις θάλασσες που ονειρεύτηκα...

Μια Δευτέρα

Μια Δευτέρα σε γνώρισα
κι από τους φίλους χώρισα,
μαύρη να ‘τανε η ώρα,
δύσκολη με βρήκε μπόρα.

Μια Τρίτη σε πήγα βόλτα
και τους φίλους άντε ρώτα,
για τα μάτια σου, κυρά μου,
έχασα τα λογικά μου.

Μια Τετάρτη σε χώρισα
και τα καλά μου φόρεσα,
βρήκα πάλι την υγειά μου
και ησύχασ’ η καρδιά μου.

Δευτέρα 14 Μαρτίου 2011

Με το μπαρντόν

Μου ‘θελες με γαλλιδούλα,
Νικολή  μου, να μπλεχτείς.
Και με το μπαρντόν, παιδί μου,
άσπρη μέρα να μη δεις.

Δε σου το ‘πε η μαμά σου,
που ‘ναι και από χωριό;
Το μπελά σου πως θε να βρεις.
Μου ‘θελες το γαλλικό!

Τώρα τράβα τα, Νικόλα,
δε σου άρεσε η Μαντώ.
Να σε σέρνει απ’ τη μύτη
μια γαλλίδα απ’ το Μπορντό.

Τετάρτη 9 Μαρτίου 2011

Ας ήταν

Στήνουν χορό τα βράδια μου
σκιές και αναμνήσεις,
ας ήταν να γυρίσεις
ξανά απ’  την αρχή.
Δίχως αποτυπώματα
τα χρώματα κι οι ήχοι,
ας ήτανε να τύχει
να έρθεις σα βροχή.

Ας ήταν πάλι Άνοιξη
να ’ρχόσουν σαν  αστέρι
που το ’φερε τ’ αγέρι
στολίδι στα μαλλιά.
Σαν το πετροχελίδονο
να χτίσεις τη φωλιά σου,
να φέρεις στα φτερά σου
του χτες μου πασχαλιά.

Αν ήταν πάλι Αύγουστος,
να μπεις στα βλέφαρά μου,
να ζεις στα όνειρά μου
κι ας είναι να χαθώ.
Φεγγάρι καλοκαιρινό
μέσ’ τ’ άδεια μου τα βράδια,
να διώξεις τα σκοτάδια
κι ας είν’ να μη σωθώ.

Σάββατο 5 Μαρτίου 2011

Στη μέση του καλοκαιριού















Στη μέση του καλοκαιριού

Ήλιος που δε βασίλευες

Στα άρμενα των πειρατικών

Στου λογισμού τη στάση

Τις ώρες του μεσημεριού

Αγριομέντα φίλευες

Στον οργασμό των αμπελιών

Στου έρωτα τη βιάση

Μέρα και νύχτα την καρδιά

Στον κόσμο την ταξίδεψες

Στο άγιασμα των ωκεανών

Στου γιασεμιού το σφρίγος

Να έχει να λέει στα παιδιά

Ήλιος που δε βασίλεψες

Στο στεναγμό των ποιητών

Στης προσμονής το ρίγος

Παρασκευή 4 Μαρτίου 2011

Και δίνω ό,τι έχω

Βροχούλα, θα σταλάξω
το βήμα σου ν’ αλλάξω,
κοντά μου να σε φέρω
κι όσο κι αν υποφέρω
στο δρόμο σου να σκορπιστώ.

Να γίνω το κλειδί σου
στην πόρτα την κλειστή σου,
για χάρη σου αντέχω
και δίνω ό,τι έχω
μέσ’ στην καρδιά σου να κλειστώ.

Κι ως την αυγή αν σβήσω,
μου φτάνει αν ξενυχτήσω
στο μπαλκόνι σου.

Αγέρι, θα περάσω
δροσιά να σε κεράσω,
σφιχτά να με κρατήσεις,
ποτέ να μη μ’ αφήσεις,
στην αγκαλιά σου να χαθώ.

Στο τάσι σου να γίνω,
κι ας είναι να με κρίνω,
κρασάκι να με πίνεις,
τη δίψα σου να σβήνεις,
γουλιά-γουλιά να σε μεθώ.

Κι ως την αυγή αν σβήσω,
μου φτάνει αν ακουμπήσω
στο σεντόνι σου.

Πέμπτη 3 Μαρτίου 2011

Μοναχά μια στιγμή

Μέσ’ στη νύχτα γυρνώ κι ένα δρόμο ζητώ
να με φέρει για λίγο κοντά σου,
σε σκιές κι αν χαθώ μου αρκεί αν σταθώ
μια στιγμή στη φωτιά της καρδιάς σου.

Ένα αστέρι ρωτώ αν ποτέ μου σε βρω
σε μια θάλασσα, σε μια στεριά,
και ας είναι να βρεθώ με δυο στάλες νερό
κι ας ποτέ μου δεν δω ξαστεριά.

Της καρδιάς σου φωτιά, μια στιγμή, μια ματιά
στου μυαλού μια γωνιά να κρατήσω,
θα μου είναι αρκετά στης ζωής τη χαρά
κι αν για πάντα την πόρτα μου κλείσω.

Το δικό σου φιλί σε κακό κι αν μου βγει
κι αν πονώ και αν αναρωτιέμαι,
μοναχά μια στιγμή, να μπορώ την πληγή
να αντέχω και να μην σε αρνιέμαι.

Της καρδιάς σου φωτιά, μια στιγμή, μια ματιά
με τον πόνο για να αναμετριέμαι,
θα μου είναι αρκετά στου καημού τη σκιά
από άυλα πια σαν κρατιέμαι.