Καμαρωτή η Μιχάλαινα
στρώνει μετάξια και λινά,
λευκά τραπεζομάντιλα!
Να έβαζε μήπως τα λιλά;
Την κόρη της παντρεύουνε,
κι όχι να την παινεύουνε,
προικούσα με τα όλα της,
τα σπίτια, τα περβόλια της!
Και περιμένουν το γαμπρό
μαζί με το συμπεθεριό,
για όλα να μιλήσουνε
και να τα συμφωνήσουνε!
Μα απ’ την αρχή θα είναι σαφής,
στο κάτω-κάτω της γραφής
δικό της είναι όλο το βιός!
Σώγαμπρος μπήκε ο Μιχαλιός!
"Να ανάψω και τα πορτατίφ…
κι εκεί κοντά στα απεριτίφ…
…Πρώτη απ’ τις πρώτες η Λενιώ
μ’!
Ούτε η Ευτέρπη τ’ αγρονόμ’!
Με τις ελιές… τ’ αμπέλια της…
κατσίκες...και κουνέλια της..
τις λίρες…τα χωράφια της…
κανέλες…μοσχοκάρφια της…
Όμως, γαμπρούλη μου Μεμά,
σε ό,τι λέω: "γιες μαμά!"
κι εσείς, ω συμπεθέροι μου,
θα ασπάζεστε το χέρι μου!
Κι απ’ την κακή κι απ’ την καλή
-μπροστά τη σκίζουν τη γαλή-
ξεκάθαρα θα τους τα πω!
Καλέ, σιγά, μην τους ντραπώ!
Σιγά!.. Κι ας λέει η Λενιώ
πως δεν τον νοιάζουνε το νιό
η προίκα και τα μετρητά…
Μονάχα τα αισθήματα!.."
"Έτσι είναι κυρά-Φάλαινα…
σόρι… κυρά-Μιχάλαινα!"
Βγάζει φωνούλα απ’ την αυλή
μια σουσουράδα παρδαλή…
"Καλά θα ήτανε να δεις,
κυρά μου, να παραδεχτείς
-έστω και στα γεράματα-
πως κάνει η αγάπη θαύματα!
Και μη μετράς τις λίρες σου...
τ’ αμπέλια και τις βίλες σου...
για να θαμπώσεις το γαμπρό!
Βάλ’ τα, Μιχάλαινα στον κώ..!"