Τα βασανισμένα χρόνια της
σ’ ένα σπιτάκι απάγκιαζε,
στη μικρή της την αυλή,
κάτ’ από τη γέρικη αμυγδαλιά,
ξαπόσταινε τα βάσανά της τα γερασμένα,
το νερό του πηγαδιού, μια μανταρινιά
και δυο-τρεις κοτούλες
για τον επιούσιο μεριμνούσαν,
μια τριανταφυλλιά της θύμιζε
τη άνοιξη που πέρασε.
Και σ’ όλα θλίψη απλώθηκε
σαν τ’ αποχαιρέτησε. για πάντα
Μ’ εκσκαφέα η ευρυχωρία
τη θλίψη απάλλαξε
άνεση για να στεγάσει.
Και μόνο το μικρό οπωροφόρο
απόμεινε, τη γριούλα να θυμίζει.
Σήμερα όμως το δεντράκι έλειπε.
Άραγε επειδή περίσσευε
ή γιατί χωρίς την καλή του την κυρά
να ζήσει δεν μπορούσε…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου