Όμορφα που ’ναι σαν περπατάς στη δημοσιά,
και καθώς στις έννοιες
δεν αρέσει η άπλα
αλλάζουν δρόμο, επιτέλους.
Ο καθαρός αέρας
πλημμυρίζει τα κύτταρά σου,
κι οι σκοτούρες -απ’ τις λίγες φορές-
σου αδειάζουν τη γωνιά,
φαίνεται –όπως στα σίδερα-
τους κάνει ζημιά το οξυγόνο.
Ωστόσο στο σημερινό μου περίπατο
κάτι κιτρινιάρικα ξερόφυλλα
μου χαλάσανε το κέφι
-μάλλον φλύαρο πουλάκι τα βοήθησε.
Άρχισαν να ρωτάνε αδιάκριτα,
πώς άφησα
χρόνοι αδιάλλακτοί- τρωκτικοί
δεντράκια ταξιδιάρικα
να ροκανίσουν,
σε καιρούς ονειροφάγους
πώς εγκατέλειψα
πτηνά οπωροφόρα,
κι ο μικρός μου κήπος,
όλη μου η περιουσία, ερήμωσε.
Κι όλο θράσος ρωτούσανε…
…ακόμα και, την περασμένη άνοιξη,
πώς μπόρεσα
το άρωμα ενός Υάκινθου
να προσπεράσω…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου