Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2011

Ανάμνηση

Τα βασανισμένα χρόνια της
σ’ ένα σπιτάκι απάγκιαζε,
στη μικρή της την αυλή,
κάτ’ από τη γέρικη αμυγδαλιά,
ξαπόσταινε τα βάσανά της τα γερασμένα,
το νερό του πηγαδιού, μια μανταρινιά
και  δυο-τρεις κοτούλες
 για τον επιούσιο μεριμνούσαν,
μια τριανταφυλλιά της θύμιζε
τη άνοιξη που πέρασε.

Και σ’ όλα θλίψη απλώθηκε
σαν τ’ αποχαιρέτησε. για πάντα

Μ’ εκσκαφέα η ευρυχωρία
τη θλίψη απάλλαξε
άνεση για να στεγάσει.

Και μόνο το μικρό οπωροφόρο
απόμεινε, τη γριούλα να θυμίζει.

Σήμερα όμως το δεντράκι έλειπε.
Άραγε επειδή περίσσευε
ή γιατί χωρίς την καλή του την κυρά
να ζήσει δεν μπορούσε…

Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2011

Το δρόμο να μη χάσουμε

Μέσα σε χρόνους που
το φως μας κρύβουν
βαδίζουμε κι αναρωτιόμαστε,
κι ούτε μια γη για να κρατιόμαστε,
πικρό της μάνας μας το γάλα,
πικρά και μιας κυράς τα λόγια τα μεγάλα.

Όσοι μας ’λέγαν «φίλε μου...»
τα χέρια νίβουν,
όλοι την πλάτη μας γυρνούν
μα πώς να μην ονειρευόμαστε,
τι κι αν πονάνε οι καρδιές,
τα μάτια μου, μικρές ροδιές,
θ’ ανθίζουν στο σκοτάδι,
κόντρα στο άδικο να πορευόμαστε.

Κι άμα ξεχνά ο φίλος την ντροπή του,
ένα παιδί για δες πώς μας κοιτάει
και μιαν απάντηση ζητάει,
πικρό της μάνας του το γάλα,
πικρό και της στεριάς του το ξερό ψωμί,
λόγια δε λέει μα αρκεί η σιωπή του.

Τώρα την πλάτη μας γυρνούν
μα πώς μπορούμε να ξεχάσουμε,
τι κι αν θολώνουν οι ματιές,
τα μάτια σου, κρυφές φωτιές,
θα λάμπουν μέσ’ τη νύχτα,
το δρόμο το δικό μας να μη χάσουμε.

Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2011

Για έναν τόπο ήμερο

Στης λήθης μονοπάτι
με μι’ απορία τριγυρνάς,
πριν καν τ’ απομεσήμερο,
και πώς να αστοχήσεις
στρατί που έψαχνες να βρεις
για έναν τόπο, τόπο ήμερο.

Στης έρημου την άμμο
κοιμάσαι τώρα και ξυπνάς,
και τ’ όνειρο εφήμερο,
σαν πώς να λησμονήσεις
έναν δρομάκο φωτεινό
για έναν τόπο, τόπο ήμερο.

Και να γινόταν με το δάκρυ μου
τραγούδι η σιωπή σου η ατέλειωτη,
και να σε ταξιδέψει,
ο πιο μεγάλος φόβος σου
μια στάλα φως εσπερινό,
σαν φίλος να σου γνέψει.


Στο τριαντάφυλλο που μέσ' στις στάλες της
πρωινής δροσιάς μου χάρισε το άρωμά του...

Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2011

Βάστα καρδιά

Βάστα καρδιά, κράτα γερά,
εσύ μονάχα ξέρεις
στην καταιγίδα να πετάς
καλοκαιριά να φέρεις.

Για ένα φιλί, για μια αγκαλιά
να μη ρωτάς κανένα,
κι ας χάνεσαι μέσ’ στη νυχτιά
με τα φτερά σπασμένα.

Μονάχη σου να ξενυχτάς
σε έρημα μπαλκόνια,
να βρίσκεις τρόπο να γυρνούν
ξανά τα χελιδόνια.

Βάστα καρδιά, κράτα γερά,
μόνο εσύ γνωρίζεις
πώς το άδικο να πολεμάς,
τον χρόνο να ορίζεις.

Στις ξεχασμένες γειτονιές
γαρούφαλλα να σπέρνεις
και στου δαρμένου τις πληγές
χαράματα να γέρνεις.

Να στέκεσαι, να ακουμπάς
στα ξεραμένα κλώνια,
να βρίσκεις δρόμο που οδηγεί
στου ήλιου τα αλώνια.

Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2011

Φθινοπωρινές αδιακρισίες

Όμορφα που ’ναι σαν περπατάς στη δημοσιά,
και καθώς στις έννοιες
δεν αρέσει η άπλα
αλλάζουν δρόμο, επιτέλους.
Ο καθαρός αέρας
πλημμυρίζει τα κύτταρά σου,
κι οι σκοτούρες -απ’ τις λίγες φορές-
σου αδειάζουν τη γωνιά,
φαίνεται –όπως στα σίδερα-
τους κάνει ζημιά το οξυγόνο.
Ωστόσο στο σημερινό μου περίπατο
κάτι κιτρινιάρικα ξερόφυλλα
μου χαλάσανε το κέφι
-μάλλον φλύαρο πουλάκι τα βοήθησε.
Άρχισαν να ρωτάνε αδιάκριτα,
πώς άφησα
χρόνοι αδιάλλακτοί- τρωκτικοί
δεντράκια ταξιδιάρικα
να ροκανίσουν,
σε καιρούς ονειροφάγους
πώς εγκατέλειψα
πτηνά οπωροφόρα,
κι ο μικρός μου κήπος,
όλη μου η περιουσία, ερήμωσε.
Κι όλο θράσος ρωτούσανε…
…ακόμα και, την περασμένη άνοιξη,
πώς μπόρεσα
το άρωμα ενός Υάκινθου
να προσπεράσω…

Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2011

Αγριομέντα

Σε μαγειρειό στενό στριμώχτηκες,
σε συνταγές χωρίς αλάτι,
σε μπίζνες και σε τραστ ξεχάστηκε
ο καβαλάρης με το άτι.

Και αν χωρίς να καταλάβεις βρέθηκες
δυο άνοστες να τηγανίζεις μελιτζάνες,
μέσ’ στη στιγμή κορίτσι ξαναγίνεσαι
μ’ ένα «λεπτό κρεμμύδι» τρέχεις στις αλάνες.

Σε δίχτυα πονηρά μπερδεύτηκες,
σε δόλιας μηχανής γρανάζια,
στο φόρεμά σου που καμάρωνες
σκιές τα όμορφα γαλάζια.

Όσα περίμενες και αν δεν ήρθανε
κι αν χάνεται και φεύγει η ζωή σου άδεια,
τις πίκρες δε μετράς, το σκας και γίνεσαι
αγριομέντα σ’ ολοπράσινα λιβάδια. 

Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2011

Μαγεία αξεδιάλυτη

Κρυφές ευάλωτες αμηχανίες
μέσα σ’ απρόσμενες διαδρομές
σε ακαθόριστο θολό τοπίο
μα τόσο γνώριμες κάποιες σκιές.

Η μοίρα είναι αυτή που θα ορίσει
πληγές αν θα γλυκάνουνε του χθες,
ο χρόνος τώρα μόνο θα μαντέψει
το πάθος που φωλιάζει στις σιωπές.

Μα φτάνει λες, μαγεία αξεδιάλυτη
που δε ζητά το όνειρο να φυγαδεύεις,
παύεις να ψάχνεις τρόπο για διαφυγή
και μια διέξοδο κινδύνου να γυρεύεις.

Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2011

Ξύπνα, αδερφέ μου

Πρωθυπουργών και βουλευτάδων
μεγάλα λόγια πίστεψες,
για σένα και για τα παιδιά σου
μια άσπρη μέρα γύρεψες.

Της γης σου ο αφέντης
εσύ σου ’λέγαν θα ’σαι
μα μόνο από ’κείνους
ζητούν να εξαρτάσαι.

Και θέριεψε η εξουσία
με νόμους τους και αποφάσεις
και της ζωής σου την ουσία
φράγκο δε δίνουν αν θα χάσεις.

Πολιτευτές και τραπεζίτες
σε θέλουνε στα μέτρα τους,
σε κόβουνε και σε μακραίνουν,
μ’ ανάποδα πια μέτρα τους.

Και ξύπνα, αδερφέ, ξύπνα σπουργίτη,
ξύπνα τ’ Αιγαίου ερημίτη,
ξύπνα αγρότη, ξύπνα εργάτη,
σπάσ’ του Προκρούστη το κρεβάτι.

Να ’ρθει μια άνοιξη καινούρια,
να ζωντανέψει τ’ όνειρό σου,
να παίξουνε βιολιά, σαντούρια
στη γη, στον τόπο τον μικρό σου.

Της γης σου ο αφέντης
εσύ μονάχα να ’σαι
και τί σου ξημερώνει
ποτέ να μη φοβάσαι.

Ξύπνα, αδερφέ μου, ξύπνα…