Κυριακή 16 Ιουνίου 2013

Σύνθημα έγινες

Σε ένα αβάσταχτο παρόν,
το άδικο πληγώνει,
η Κυριακή που ονειρεύτηκες
μια σκοτεινή οθόνη.

Με ένα ορίζοντα θολό,
απόκαμε η Ελένη,
και ο φαντάρος που ερωτεύτηκε
μια σκονισμένη χλαίνη.

Μέσα στη γκρίζα πολιτεία
σύνθημα έγινες και στίχος,
μιας μυστικής καμπάνας ήχος,
να πολεμήσεις την αιτία.

Κυριακή 9 Ιουνίου 2013

Κρύβει ο χρόνος το φιλί

Στου ωκεανού αφέθηκες
το ξέφρενο ταξίδι,
τα φλογερά τα μάτια σου
σκαρί δίχως πανιά.
Στης καταιγίδας την ορμή
σκορπίστηκες τις νύχτες
και ύστερα κρεμάστηκες
στα άσπρα του χιονιά.
Με του αγεριού πλανεύτηκες
τ’ ατέλειωτο τραγούδι
κι η διψασμένη σου ζωή
πουλί χωρίς φτερά.
Στου φθινοπώρου τη σιωπή
δικάστηκες ερήμην
κι ούτε που βρήκες να σταθείς
στης γης τα σκιερά.
Κρύβει ο χρόνος το φιλί
στου ουρανού την άκρη
κι εσύ σταλάζεις βάλσαμο
στου Έρωτα το δάκρυ.

Πέμπτη 6 Ιουνίου 2013

Ουστ!

Μια ζωή για το καλό μου,
μου ’χεις «φάει» το μυαλό μου,
τα χεράκια μου να «νίβω»
 και την κεφαλή να σκύβω…

Α παράτα με, βρε μάγκα,
δε με νοιάζουνε τα φράγκα,
ούτε τι θα πει συμφέρον,
ουστ κι αν δεν τα καταφέρω!

Θες για πρότυπο να σ’ έχω
μα τα «φόντα» δεν κατέχω,
εσύ κινείσαι αναλόγως,
για φιλότιμο ούτε λόγος…

Ουστ κι αν δεν τα καταφέρω,
καμιά φάπα μη σου φέρω,
δε με νοιάζουνε τα φράγκα,
όξω, λέρα, απ’ την παράγκα!

Σάββατο 18 Μαΐου 2013

Είναι καιρός... (Ματάκια, που απορείτε)

Από μικρή στον ύπνο μου
γλυκά μου τραγουδούσαν:
«Κελαηδάτε, ωραία μου πουλάκια,
κελαηδάτε τον ωραίο σας σκοπό.
Μη μιλάτε, ματάκια, που απορείτε,
μη ρωτάτε τι σημαίνει σ’ αγαπώ.
Μάθετέ με, ωραία μου πουλάκια,
μάθετέ με σαν και σας να τραγουδώ.
Μα βαριέμαι, ματάκια, να χαρείτε,
και αρνιέμαι, την αλήθεια σας να δω.»

Μα είναι καιρός πια να ξυπνήσω,
αντίστροφα τους δείχτες να γυρίσω,
παιδί να ξαναγίνω, να ρωτήσω,
και τη γροθιά μου στο μαχαίρι να χτυπήσω.

Και είναι νομοτέλεια,
μου λέγανε με στόμφο:
«Στον αρχηγό να υπακούς
χωρίς διαμαρτυρίες.
Μέγιστα λάθη το «δοκούν»
κι οι ειρηνικές πορείες.
Οι λίγοι έχουν τα πολλά
και οι πολλοί τα λίγα.
Για το ψωμάκι μη ρωτάς
του εργάτη, του κολίγα.»

Μα είναι καιρός πια να πετάξω
κατάματα το ψέμα να κοιτάξω,
μεγάλη πια να γίνω, να φωνάξω,
τις αλυσίδες στα σκουπίδια να πετάξω.

Κι άλλα τραγούδια μου ’λεγαν
ο ύπνος να με παίρνει:
«Μπέμπα, πόσο έχεις στρογγυλέψει,
μπέμπα, την καρδιά μου έχεις κλέψει.
Μα, ματάκια μου, κι αν απορείτε
για δικαιοσύνη ούτε λέξη.
Μπέμπα, και τι μπόι έχεις ρίξει
μπέμπα, λες και σ’ έχουνε τραβήξει.
Μα, ματάκια μου, αχ να χαρείτε,
τρέχω το σουφλέ μου μη δεν πήξει,»

Μα είναι καιρός να αντιδράσω,
από τα μαγειριά τους ν’ αποδράσω,
παιδί να ξαναγίνω, να το σκάσω,
και τα τραγούδια τους ανάποδα να γράψω.

Σοφές κουβέντες άκουγα,
ανδρών μεγάλων ρήσεις:
«Να μη σε μέλλει, μη ρωτάς
ποτέ κακό μη πάθεις,
και να μαζεύεις, να κρατάς,
την εξουσία να ’χεις.
Παίρνε ομπρέλα στη βροχή,
πρόσεχε τις παγίδες,
κι όταν φωνάζουν οι λαοί
βάζε ωτοασπίδες,»

Μα είναι καιρός να μεγαλώσω,
στον ουρανό τα χέρια μου ν’ απλώσω
το όνειρο σημαία να υψώσω,
τις σκουριασμένες συνταγές τους να ξηλώσω.

Κυριακή 7 Απριλίου 2013

Σε ξένο τόπο



Σε ξένο τόπο ξέχασα
φιλί πως δεν ανθίζει,
ό,τι είπα και δεν πίστεψες
μου καίει τα δειλινά.

Κι απόμεινε στην ξενιτιά,
ξενάκι να διψάει,
ό,τι είχα και αρνήθηκες
σαν τραύμα με πονά.

Μια νύχτα ονειρεύτηκα
μαζί να κοιμηθούμε,
σ’ ένα αστέρι φωτεινό,
στο κύμα του γιαλού.

Μα εσύ αποξεχάστηκες
σε μιας σπηλιάς τα βάθη,
κι όλο τρυπάνε την καρδιά
οι λάμες του μυαλού.

Δευτέρα 25 Μαρτίου 2013

Μια λέξη μου αρνήθηκες

Το φως του ήλιου σύναξες
μα μια φορά δεν κοίταξες
πού πάν’ τα βήματά μου.
Όταν αγέρας γίνεσαι
κάθε που απομακρύνεσαι,
πώς καίν’ τα κρίματά μου.

Το δάκρυ σου με πότισες
μα ούτε στιγμή δε ρώτησες
ο χρόνος πώς περνάει.
Τα πάθη σου δεν έκρυψες
κι όμως ποτέ δεν έσκυψες
σε ό,τι με πονάει.

Στον κεραυνό ορκίστηκες
μα σ’ άλλη γη σκορπίστηκες
κι η μπόρα αγριεύει.
Με την αυγή μετάλαβες
μα πες μου αν κατάλαβες
τη μέρα που ορφανεύει.

Στο δάκρυ μου κι αν πλύθηκες
μια λέξη μου αρνήθηκες
ν’ ανθίσει, να καρπίσει.
Μέσ’ σε σιωπές σαν κλείνεσαι,
ένας χρησμός σα γίνεσαι,
να βρει να επιζήσει.

Σάββατο 16 Μαρτίου 2013

Σα νόθο να μ' αρνιέσαι


Νυχτώθηκα να δίνομαι
και συ ν’ αναρωτιέσαι,
για ένα λάθος να με καις,
σα νόθο να μ’ αρνιέσαι.

Με βήματα μετέωρα,
παιχνίδια τσακισμένα,
να κρύβομαι σε μια σπηλιά,
να κάνω τον Κανένα.

Να ’μαι το νόθο σου παιδί
μέσα στην άγρια πόλη,
να με ποτίζεις με χολή,
καπνούς και αλκοόλη.

Κουράστηκα να κρίνομαι
και πίσω σου να τρέχω,
στο ένα πόδι να βαστώ,
σε μια γωνιά ν’ αντέχω.

Με κρίματα αμφίβολα,
θλιμμένες πεταλούδες,
να κρέμομαι σε μια θηλιά,
να κάνω τρεις Ιούδες.

Να ’μαι το νόθο σου παιδί
μέσα στην άγρια πόλη,
να με ποτίζεις με χολή,
καπνούς και αλκοόλη.