Βρε κυρά μου, βρε καλή μου,
μου ’χεις βγάλει την ψυχή μου,
πάψε πια να μου γυρεύεις
κι όλο να με πιλατεύεις.
Θέλεις γιόμα…θέλεις βράδυ...
θα με φάει το σκοτάδι,
τι θα κάνω, τι θα γίνω,
μα τον άγιο Βαλεντίνο.
Έμεινα μισός ο δόλιος,
και μου το ’λεγε ο Λιόλιος,
φιλαράκι ’ξηγημένο
αν και παρεξηγημένο
Το ’λεγε δε θα αντέξω,
πριν το χρόνο θα τα «παίξω»,
είχε δίκιο ο ερίφης,
τούτος κάνει για σερίφης.
Σου ’πα μάζεψ’ τα μυαλά σου,
εσύ τα ’χεις τα κιλά σου,
κι όλο μου σκουντάς το…χέρι,
το γουδί, το γουδοχέρι.
Άσε πια τα «Κωσταντή μου»
και τα «ντάχτι-νταχτιρντί μου»,
αχ, Μαρίκα, Μαρικάκι,
τι το θέλεις το στριγκάκι.
Βάλε το βρακί της θειάς σου
και τη ρόμπα της γιαγιάς σου,
τι μου κάνεις τη μοιραία
κι όλο βρίσκεις κόλπα νέα.
Πόσο θέλεις να φωνάξω,
μα στο τέλος θα βελάξω,
κάλλιο να ’μουνα κριάρι
να ’τρωγα παχύ χορτάρι.
Τώρα όλη μέρα φτυάρι,
α, ρε έρμο παλικάρι,
για δεκάξι ευρουλάκια,
πώς να φας και δυο παϊδάκια.
Ένα σολομό ωραίο,
άντε έστω και γαλέο,
μια μπριζόλα, βρε παιδί μου,
μπας και βρω τη δύναμή μου.
Αχ, αγάπη μου ωραία,
που ’σαι σα θεά αρχαία,
κόψε τα παράπονά σου
και τα παρακαλετά σου.
Σαν ανέβει ο μισθός μου
θ’ ανεβεί κι η λίμπιντός μου
τότε θε να δεις χαρούλες,
θα στενάξουν οι ραχούλες...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου