Φοβάσαι λες το σούρουπο,
όταν η μέρα γέρνει,
μα απ’ τη νύχτα βγαίνει φως
κι η γη μας γύρους φέρνει.
Του πετεινού του όμορφου
το λόγο να φοβάσαι,
σαν σου μιλά ανήσυχα
βαριά να μην κοιμάσαι.
Γιατί στοιχειώνει στο όνειρο
τ’ αδικημένου ο ίσκιος,
κάτω απ’ τον ήλιο πως μπορεί
να γίνει η αγάπη μίσος.
Για κοίτα πώς πονούν οι ουρανοί
μ’ αυτό το ρούχο σου το μελανί,
με της ψυχής τ’ απέραντα σκοτάδια,
για δες βδομάδες χειμωνιάτικες
κι εσύ ακόμα δε στοχάστηκες
πόσοι πεθαίνουν μόνοι τους τα βράδια.
Φοβάσαι λες τ' απόβραδο,
όταν η μέρα φεύγει,
μα απ’ τη δύση η χαραυγή
κι ο ήλιος πάλι φέγγει.
Στου πετεινού του όμορφου
το βλέμμα να κρεμιέσαι,
σαν σε κοιτά κατάματα
ποτέ να μη ξεχνιέσαι.
Και άλλαξε το βήμα σου
και την καρδιά σου ρώτα,
κράτα το χέρι μου σφιχτά,
βάλε καινούρια ρότα.
Να δεις πώς θα φοβούνται οι κακοί
πρωί μέσα στη γη τη μαλακή
μαζί σαν σπέρνουμε γλυκές πατάτες,
να δεις πόσο θα τρέμουν οι τρανοί,
πόσο θα χαίρονται οι ουρανοί,
σαν θα χαράζουμε δικές μας στράτες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου