Με φίδι μοιάζει ο καιρός, κι εσύ σωπαίνεις
Σαν να λιγόστεψε το φως της
οικουμένης
Της γης τους αναστεναγμούς μετράς στο κύμα
Της έρμης της Φραγκογιαννούς βαρύ
το κρίμα
Στις παιδικές σου ζωγραφιές γυρνάει ο νους σου
Εκείνες που είδε ο χαφιές πλάι στη
φουφού σου
Κι αιτία βρήκε ο φονιάς να σε δικάσει
Λες και το «αχ» της Παναγιάς έχει ξεχάσει
Κι έγινε ο κόσμος φυλακή, κρυφή πληγή σου
Ούτε δεκάρα τσακιστή για τη ζωή
σου
Τα χρόνια σου στα σκοτεινά σαν τους φυγάδες
Περνάνε μέσα από στενά και συμπληγάδες
Κι αιτία ψάχνει ο φονιάς να σε σταυρώσει
Λες και το αίμα μιας γενιάς έχει στεγνώσει
Σαν να λιγόστεψε το φως της
οικουμένης
Κι όλο αγριεύει ο καιρός, κι όλο
πηγαίνεις
Σ’ αυτήν εδώ τη χαλασιά, στην
καταιγίδα
Του Προμηθέα η φωτιά η μόνη ελπίδα
Να είσαι πουλί, να είσαι εσύ, να 'σαι αγέρας
Στη δύση, στην ανατολή, στο φως
της μέρας.