Μέσα στους δρόμους μοναχή
γυρίζεις και γυρεύεις
αγάπες που ’γιναν πουλιά
και σύννεφα ζηλεύεις.
Λικνίζεσαι μέσ’ στη φωτιά,
άμυαλη πεταλούδα,
σου μένει μόνο το «γιατί»
και το φιλί του Ιούδα.
Στων οριζόντων τις γραμμές
ζητάς αθανασία,
μέσα στου χρόνου τις ρωγμές
κρύβεις μια ικεσία.
Μέσα στου κόσμου τις αυλές
γυρνάς κι αναρωτιέσαι
για όρκους που ’γιναν καημοί,
με μια ευχή κρατιέσαι.
Πλανιέσαι μέσα στη βροχή,
ξέφρενο χελιδόνι,
κιτρινισμένη ζωγραφιά
τις νύχτες σου σε σώνει.