Όσα μου έφερε ο χρόνος δανεικά,
οι μέρες γίνανε μονόχρωμες ευθείες,
μέσα στις νύχτες μου φωλιάσανε κρυφά
κάτι παράξενες πολύχρωμες νοθείες.
Και όλο κλέβουνε του Έρωτα το ρω,
κι αντί γι’ αυτόν μία Πυθία καρτεράει
μα ένα χρησμό κάθε που γύρεψα να βρω
της πικροδάφνης της δυο φύλλα με κερνάει.
Για μια σου λέξη τώρα καίω τους χρησμούς,
και να μπορούσα τις σιωπές σου να μαντέψω,
εμπόδια να μη μετράω και φραγμούς
για μια στιγμή στα μάτια σου να ταξιδέψω.