Δευτέρα 4 Οκτωβρίου 2021

Πουλί του χαλασμού και της φωτιάς

Θέριεψε ο καιρός ολόγυρά σου
Στεριές και θάλασσες αποκλεισμένες
Τον μπούσουλά του έχασε ο χρόνος
Όλες σου οι μέρες επικηρυγμένες
Σε θέα δημόσια οι κρεμάλες
Κραυγές και αίματα πώς να ξεχάσεις
Αντικατοπτρισμοί οι πολιτείες
Σε φόβους βυθισμένες κι αντιφάσεις
Πίσω, η ζωή σου μέσα σε ερείπια
Σου κόβει την ανάσα ο βοριάς
Τις νύχτες σαν θρηνείς τα όνειρά σου
Πουλί του χαλασμού και της φωτιάς

Παρασκευή 1 Οκτωβρίου 2021

Πουλί μου, πού αλάργεψες

 Πουλί μου, πού αλάργεψες

και δεν γυρίζεις πίσω,

και πώς να πιω της λησμονιάς

νερό να σ' αστοχήσω.


Στ' αστέρια λέω τον καημό,

τις λύπες στο φεγγάρι,

να με ακούει ο άνεμος

μαζί του να με πάρει.


Κι ας είναι για στερνή φορά

ξανά να με φιλήσεις,

σαν σημαδάκι πριν χαθώ

στα χρώματα της δύσης.


Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 2021

Μπορεί να μην είδες;

Μπορεί να μην είδες;
Στημένες παγίδες.
Μακριά και σιμά.
Παιδάκι που κλαίει.
Και λέει, όλο λέει.
"Διψάω, μαμά".
Μπορεί να μην είδες;
Βροχή οι οβίδες.
Μακριά και σιμά.
Παιδάκι που κλαίει.
Και λέει, όλο λέει.
"Φοβάμαι, μαμά".
Μπορεί να μην είδες;
Νεκρές οι ελπίδες.
Μακριά και σιμά.
Παιδάκι που κλαίει.
Και λέει, όλο λέει.
"Μη φεύγεις, μαμά"...

Τρίτη 24 Αυγούστου 2021

Σούπερ Ουάου

Αυτά κυρά που έζησε.

Αυτά και άλλα τόσα.

Να ’χε, αν ήξερε από πριν.

Τα μάτια της τρακόσα.

Την διπλαρώνει ένα πρωί.

Ήτανε να της τύχει…

Καμωματού… Λαδί μαλλί.

Μελιτζανί το νύχι.

«Κυρά μου, πώς πεθύμησα.

Ζεστά μελομακάρονα.

Εάν δεν ήσουνα εσύ…

Μπέσα, θα τα κακάρωνα.»

«Μη σκας, θα έρθω σπίτι σου.

Να φτιάξω εφτά ταβάδες.

Να έχεις να πορεύεσαι.

Για αρκετές βδομάδες.»

Τρέχει αγοράζει η κυρά...

Κονιάκ δύο μπουκάλια.

Κανέλα, μέλι, ζάχαρη.

Καρύδια, πορτοκάλια…

Το σπίτι μοσχοβόλησε!

Γεμίσανε οι πιατέλες!

«Αχ, βρε κυρά, δεν έφερνες…

Και κάμποσες σαρδέλες…

…Κι αυτά που περισσέψανε;

Εσύ θα πάρεις πίσω;..»

« Όχι, καλέ, μη χολοσκάς.

Όλα θα σου τ’ αφήσω!»

«Σούπερ Ουάου!.. Και άπαιχτο!

Το μελομακαρόνι!

Και μπράβο σου… Όμως, κυρά…

Το ρεύμα ποιός πληρώνει;»…


Τετάρτη 4 Αυγούστου 2021

Άρπαξ

Ποιός τάχα τον αντίκρισε
και δεν τον εφοβήθη,
ποιός που εστάθη πλάι του
δεν έτρεξεν κι επλύθη.
Του γάιδαρου, της αλεπούς,
του λύκου και του γύπα...
αναφωνεί ονόματα,
και τούτο δίχως τσίπα.
Ο γάιδαρος έχει αιδώ,
έχει η αλώπηξ μπέσα,
και τούτος δω ο δολερός
κουνιέται σαν κοντέσα.
Της πάπιας και του κόκορα,
της σαύρας, της καμήλας...
ούτε που αντέχεται η οσμή
της τόσης του σαπίλας.
Αλέκτωρ άριστα ποιεί,
κακόν ουδέν η νήσσα,
τούτος εδώ ο άρπαγας
πιο μαύρος κι απ' την πίσσα.
Ουδέν που να του ξέφυγε,
τα 'χει ρημάξει ούλα,
κι ύστερα κόρη άσπιλη
απάνω στη Χαδούλα.
Άλλοτε πάλι ξαφνικά,
με ύφος σεμνοτάτου,
ωσάν την γραίαν την σεπτήν
στουν αη Ταξάρχ' του Βάτου.
Και στης νηστείας τον καιρό
τρώει μόνο απίδια,
όμως σαν έρθει βολικό
τη μάνα του την ίδια.
Σαν να μην έμαθε ποτέ
τί είναι το ΄'αλλάζειν",
τί είναι το "αισχύνεσθαι",
μονάχα το "αρπάζειν"...
Ποιός τάχα τον αντίκρισε
και δεν τον ελυπήθη,
στα σκοτεινά εξύπνησε,
στ' ανήλιαγα εκοιμήθη.

Κυριακή 25 Ιουλίου 2021

Έχω μολύβι και χαρτί

Έχω μολύβι και χαρτί.

Τον ήλιο ξελογιάζω.

Κάμποι, βουνά, ανατολή.

Τους φίλους μου φωνάζω.

 

Έχεις κι εσύ, τύχη καλή.

Ώρα μη χαραμίζεις.

Σποράκια, όργωμα, βροχή.

Στάχυα χρυσά θερίζεις.

 

Έχει κι  αυτός, απ' την αρχή.

Καραβάκι αρματώνει.

Δύο κουπιά, ένα πανί.

Την άγκυρα σηκώνει.

 

Έχουμε μολύβι και χαρτί.

Με κέφι αρχινάμε.

Να μια φατσούλα γελαστή.

Τί άλλο να ζητάμε.

 

Έχετε εσείς, όλοι μαζί.

Χρυσάφι κουβαλάτε.

Χορός, τραγούδι, μουσική.

Το γλέντι ξεκινάτε.

 

Έχουν κι αυτοί, στο πι και φι.

Τα γράμματα ταιριάζουν.

Άλφα, γάμα, ωμέγα, πι.

Όλα με μιας αλλάζουν.


Παρασκευή 23 Ιουλίου 2021

Στου ουρανού την άκρη

Ξυπόλυτη μονάχη περπατάς

Σε χέρσα γη που σε πληγώνει

Με μύρο της ψυχής σου την κερνάς

Φεγγάρι να ’χει σαν νυχτώνει

Τυλίγεσαι με ρούχο της φωτιάς

Και στέκεις στου ουρανού την άκρη

Τους φόβους να ξορκίσεις της καρδιάς

Μέσ' στου καθρέφτη σου το δάκρυ

Κεντάς στο άσπρο προσκεφάλι σου

Τις λύπες σου και τις χαρές σου

Μέσ’ στην πορεία τη μεγάλη σου

Άγγελους να ’χεις φύλακές σου