Ποιός τάχα τον αντίκρισε
και δεν τον εφοβήθη,
ποιός που εστάθη πλάι του
δεν έτρεξεν κι επλύθη.
Του γάιδαρου, της αλεπούς,
του λύκου και του γύπα...
αναφωνεί ονόματα,
και τούτο δίχως τσίπα.
Ο γάιδαρος έχει αιδώ,
έχει η αλώπηξ μπέσα,
και τούτος δω ο δολερός
κουνιέται σαν κοντέσα.
Της πάπιας και του κόκορα,
της σαύρας, της καμήλας...
ούτε που αντέχεται η οσμή
της τόσης του σαπίλας.
Αλέκτωρ άριστα ποιεί,
κακόν ουδέν η νήσσα,
τούτος εδώ ο άρπαγας
πιο μαύρος κι απ' την πίσσα.
Ουδέν που να του ξέφυγε,
τα 'χει ρημάξει ούλα,
κι ύστερα κόρη άσπιλη
απάνω στη Χαδούλα.
Άλλοτε πάλι ξαφνικά,
με ύφος σεμνοτάτου,
ωσάν την γραίαν την σεπτήν
στουν αη Ταξάρχ' του Βάτου.
Και στης νηστείας τον καιρό
τρώει μόνο απίδια,
όμως σαν έρθει βολικό
τη μάνα του την ίδια.
Σαν να μην έμαθε ποτέ
τί είναι το ΄'αλλάζειν",
τί είναι το "αισχύνεσθαι",
μονάχα το "αρπάζειν"...
Ποιός τάχα τον αντίκρισε
και δεν τον ελυπήθη,
στα σκοτεινά εξύπνησε,
στ' ανήλιαγα εκοιμήθη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου