Κρυφές Αγάπες πότισα,
αν θα με νοιώσεις μια σταλιά δε ρώτησα,
ν' ανθίζει, να μοσχοβολάει το ξεραμένο χώμα.
Σ' άγνωστους τόπους γδύθηκα,
στου ορίζοντα τα όρια πλανήθηκα
κι έγινα όλη μια φωτιά στου ουρανού το χρώμα.
Από προφάσεις πιάστηκες,
στης λογικής τα στείρα αποξεχάστηκες,
του κόσμου τα εφήμερα σου γίνανε συνήθεια.
Σε χίλιους φόβους κλείστηκες,
στης μοναξιάς τα πέτρινα αποκλείστες,
δίχως να νοιώσεις της καρδιάς την πιο μεγάλη αλήθεια.
Πόσο πονούν οι νύχτες της ερήμου,
πληγώνει η πικρή της αγκαλιά...
Πόσο γελούν οι όρκοι του Γενάρη,
ματώνουνε τα κρύα του φιλιά….