Άχραντες μέρες, άγιες,
προς τι τα κρίματά σου,
κόσμε, κι όλο βυθίζεσαι
στο παραλήρημά σου.
Τους δρόμους και τις αγορές
στολίζεις με λαμπιόνια,
και ούτε σπίρτο απ’ τη μικρή
που τρέμει μέσ’ στα χιόνια…
Στο Θείο Βρέφος που έρχεται
χρυσό και σμύρνα δίνεις,
όμως στα βρέφη αυτής της γης
το φως του ήλιου σβήνεις.
Ξάστερες νύχτες, καθαρές,
μα καίνε τα βήματά σου,
κόσμε, κοιμάσαι και ξυπνάς
μέσα στα απόνερά σου.
Το Θείο νόμο καταργείς
με το δικό σου νόμο,
χάνουν τ’ αηδόνια τη φωνή
κι η άνοιξη το δρόμο.
Οι κάμποι και οι θάλασσες
πώς μοιάζουν με καμίνι,
μα ψάλλεις με κατάνυξη
«και επί γης ειρήνη»…