Του ήλιου πήρα το στρατί,
που φτάνει ίσια σε σένα,
με κούρασαν σβηστές φωτιές
και λόγια μαραμένα.
Μέσα στο φως σου να λουστώ,
στις λίμνες των ματιών σου,
ρούχο να βάλω ακριβό
τ’ άγγιγμα των χειλιών σου.
Να το μαθαίνει μια θεά,
θνητή που δε γεννήθηκε
διπλά να μετανιώνει
και στου Ολύμπου την κορφή
κρυφά να σιγολιώνει.
Με της καρδιάς σου το σκοπό
τις νύχτες να χορεύω,
μ’ ένα τραγούδι σου παλιό
τ’ άγρια να ’μερεύω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου