Το φως του ήλιου σύναξες
μα μια φορά δεν κοίταξες
πού πάν’ τα βήματά μου.
Όταν αγέρας γίνεσαι
κάθε που απομακρύνεσαι,
πώς καίν’ τα κρίματά μου.
Το δάκρυ σου με πότισες
μα ούτε στιγμή δε ρώτησες
ο χρόνος πώς περνάει.
Τα πάθη σου δεν έκρυψες
κι όμως ποτέ δεν έσκυψες
σε ό,τι με πονάει.
Στον κεραυνό ορκίστηκες
μα σ’ άλλη γη σκορπίστηκες
κι η μπόρα αγριεύει.
Με την αυγή μετάλαβες
μα πες μου αν κατάλαβες
τη μέρα που ορφανεύει.
Στο δάκρυ μου κι αν πλύθηκες
μια λέξη μου αρνήθηκες
ν’ ανθίσει, να καρπίσει.
Μέσ’ σε σιωπές σαν κλείνεσαι,
ένας χρησμός σα γίνεσαι,
να βρει να επιζήσει.