Πήρα δρόμο το δρομάκι.
Να 'σου εμπρός μου ένα κοράκι.
Είχε τρόπους. Και είχε ήθος.
Που δεν έβρισκες συνήθως.
«Γεια χαρά σου, Περσεφόνη.
Τί κοιτάζεις σαν κωθώνι;
Σαν εσάς κι εγώ... ένα πλάσμα.
Μα ανάμεσά μας χάσμα.
Άλλη φάρα εσείς... οι άνθρωποι.
Που με παίρνουν στο κατόπι...
Εγώ κάνω κρα-κρα-κρα.
Δεν σκορπάω τη συμφορά...
Αχυρένια η φωλιά μου.
Δίχως δόλο η καρδιά μου.
Σέβομαι τα γονικά μου.
Κι αγκαλιάζω τα παιδιά μου...
Όλεθρο εγώ δεν σπέρνω.
Την ανάσα σας δεν παίρνω.
Δεν μισώ, δεν μαχαιρώνω.
Δεν ρημάζω, δεν σκοτώνω...
Συμπάθα με... Αχ, Περσεφόνη.
Που η γνώμη μου σε στρυμώνει...
Δες τριγύρω... η γη στενάζει!
Βλέπεις κατιτί να αλλάζει;..»