Αυτά κυρά που έζησε.
Αυτά και άλλα τόσα.
Να ’χε, αν ήξερε από πριν.
Τα μάτια της τρακόσα.
Την διπλαρώνει ένα πρωί.
Ήτανε να της τύχει…
Καμωματού… Λαδί μαλλί.
Μελιτζανί το νύχι.
«Κυρά μου, πώς πεθύμησα.
Ζεστά μελομακάρονα.
Εάν δεν ήσουνα εσύ…
Μπέσα, θα τα κακάρωνα.»
«Μη σκας, θα έρθω σπίτι σου.
Να φτιάξω εφτά ταβάδες.
Να έχεις να πορεύεσαι.
Για αρκετές βδομάδες.»
Τρέχει αγοράζει η κυρά...
Κονιάκ δύο μπουκάλια.
Κανέλα, μέλι, ζάχαρη.
Καρύδια, πορτοκάλια…
Το σπίτι μοσχοβόλησε!
Γεμίσανε οι πιατέλες!
«Αχ, βρε κυρά, δεν έφερνες…
Και κάμποσες σαρδέλες…
…Κι αυτά που περισσέψανε;
Εσύ θα πάρεις πίσω;..»
« Όχι, καλέ, μη χολοσκάς.
Όλα θα σου τ’ αφήσω!»
«Σούπερ Ουάου!.. Και άπαιχτο!
Το μελομακαρόνι!
Και μπράβο σου… Όμως, κυρά…
Το ρεύμα ποιός πληρώνει;»…