Σάββατο 17 Απριλίου 2021

Πόντικας λαδοπόντικας

Πόντικας λαδοπόντικας.
Γυρνά εδώ κι εκεί.
Σε ξέφραγο αμπέλι.
Να τρέξει να χωθεί.
Να κόψει μοσχοστάφυλα.
Να φάει, να πρηστεί.
Ρόγα να μην αφήσει.
Ούτε ζωγραφιστή.
Στα μάτια του δεν πίστευε.
Να σου εκεί μπροστά.
Κήπος μ’ ένα σπιτάκι.
Και μια καλοκυρά.
Και στη στιγμή κατάφερε.
Απείρως ευτυχής.
Με κλάψες και τερτίπια.
Να γίνει συμπαθής.
Όλα τα πιάτα άδεισε.
«Πω, πω, πετυχεσιά!
Να πάρω για το δρόμο.
Για να ‘χω και ταχιά!»
Και την αποχαιρέτησε.
Με γέλιο πονηρό.
«Αυτή θαρρεί πως είμαι.
Ζώο κανονικό!»
Βγήκε απ’ την αυλόπορτα.
Κάνει πως προχωρά.
Βρίσκει τρύπα, τρυπώνει.
Κρυφά απ’ την κυρά.
«Εδώ θα ζήσω, άρχοντας!
Ας πρόσεχες, κυρά!»
Βουτούσε όπου έβρισκε.
Τη μαύρη του ουρά.
Και όλα τα λογάριασε.
Μα δίχως την κυρά.
Τώρα μέσα στη φάκα.
Τις τρίχες του μαδά.
Πόντικας λαδοπόντικας.
Δώσ’ του άμα τον δεις.
Απ’ όλες τις κυράδες.
Μούντζες πενήντα τρεις.

...............................................


Πόντικας λαδοπόντικας
(ίδιος κι απαράλλαχτος)

Πόντικας λαδοπόντικας.
Κάλλιο να μην τον δεις.
Με καθώς πρέπει ένδυμα.
Και ύφος μοναχής.

Συνέχεια περιφέρεται.
Δεν σταματά στιγμή.
Και όλο κάτι σκέφτεται.
Κι όλο μονολογεί.

"Βρε, μέρα-νύχτα θα γυρνώ.
Δύση κι ανατολή.
Έστω και στα γεράματα.
Θα πιάσω την καλή.

Και θα τα βρω, δεν γίνεται.
Κορόιδα πέντε-έξι.
Μάνα μου, να με έχουνε.
Μην στάξει και μην βρέξει.

Εκείνα θα ιδρώνουνε.
Κι εγώ θα κατευθύνω.
Βρε, μέσα στο κομπόδεμα.
Φράγκο δεν θα αφήνω.

Και άμα με σακουλευτούν.
Έχω εγώ το κόλπο.
Ψεύτες και άχρηστοι, θα πω.
Αδειάστε μου τον τόπο!

Και όλα τα μελέτησε.
Μέχρι και την οξεία.
Όμως στα κόλπα οι "άχρηστοι".
Είχαν δυσανεξία...

Πόντικας λαδοπόντικας.
Κορόιδα δεν υπάρχουν.
Έχουσιν γνώσιν οι φύλακες.
Και τετρακόσια τα 'χουν.

Θα πεις, σιγά που νοιάστηκε.
Και ένοιωσε ντροπή.
Που νοιώθει κάθε ζώο.
Άμα παρεκτραπεί.

Καλύτερα στην τρύπα του.
Να πάει να κρυφτεί.
Κι άμα βαριά του πέσει.
Ας πιει μια σουρωτή.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου