Τον Έρωτα αρνήθηκα,
μονάχη αποκοιμήθηκα
στου ωκεανού τα βάθη.
Τα καλοκαίρια αν ξέχασα,
το δρόμο μου κι αν έχασα
κανένας να μη μάθει.
Μα η καρδιά μου γύφτισσα,
όσο κι αν την αψήφησα
όλο μου ξεγλιστράει.
Λούζεται και στολίζεται,
μέσ’ στη φωτιά λικνίζεται.
κι ούτε που με ρωτάει.
Τον Έρωτα πολέμησα,
στις θάλασσες αρμένισα
να πάψει η Ελένη
να ξαγρυπνά χαράματα,
να κάνει χίλια τάματα,
να στέκει λυπημένη.
Μα η καρδιά μου μάγισσα,
πριν τα μισά ναυάγησα
σα γέρος ταξιδιώτης.
Τα λάθη μου κατάλαβα
και ύστερα μετάλαβα
γλυκό κρασί της νιότης.