Κυλούν οι μέρες βροχερές, αφέγγαρα
τα βράδια
μα τον καημό μου έριξα σ’ απόκρημνα
λαγκάδια.
Κράτησα μύρο της καρδιάς, ραίνω τα
μοιρολόγια σου,
κι εσύ πουλί της λησμονιάς, ξαστόχησες
τα λόγια σου.
Περνούν βουβές οι εποχές, αγέλαστοι
οι μήνες
μα το λυγμό μου έκλεισα στου
ωκεανού τις δίνες.
Φύλαξα ανθό πορτοκαλιάς κι απίθωσα
στα χρόνια σου,
κι εσύ δεντρί της ερημιάς, μ’ αρνήθηκες
τα κλώνια σου.