Χέρια σφιγμένα, πετρωμένη η
καρδιά,
τη μέρα ένα ουρλιαχτό βουβαίνει.
Μάτια μισάνοιχτα, αλλόκοτη η βραδιά,
και μέσα σου η ελπίδα αργοπεθαίνει.
Στις αγορές πουλιέται το αύριο της γης,
ξεδιάντροπα οι επιτήδειοι σε γδέρνουν.
Θηλιά σου σφίγγουν ίσαμε να μην πνιγείς,
με δόσεις την ανάσα σου να
παίρνουν.
Σαν να 'σαι άλλος το χαμό σου μην
κοιτάς,
έτσι κι αλλιώς για πάντα
κολασμένος.
Αυτό που έμαθες, μονάχα να πετάς,
μη στέκεις τώρα αητός μαρμαρωμένος.
Ρίξε σε ένα βαθύ γκρεμό τον
πανικό,
μέσα σε σκιές το φως μη χαραμίσεις.
Κατάματα μονάχα κοίταξε το χτικιό,
να βρεις τη δύναμη να το νικήσεις.