Και ναι, η ελπίδα ανοίγει πάλι φτερά
Δική σου, καρδιά μου, η ευθύνη
Ξανά στου κόσμου τα πλακόστρωτα
Ναι, να γίνονται ακόμα θαύματα
Και ναι, η ελπίδα ανοίγει πάλι φτερά
Δική σου, καρδιά μου, η ευθύνη
Ξανά στου κόσμου τα πλακόστρωτα
Ναι, να γίνονται ακόμα θαύματα
Όσα βόλια κι αν σε βρήκαν
Τα φτερά σου κι αν καήκαν
Τα χλωρά βλαστάρια που κοπήκαν
Μέσα στην καλοκαιριά
Δεν θα σβήσουν
Οι σκιές κι αν σε τρομάζουν
Τα τσακάλια κι αν ουρλιάζουν
Οι εικόνες που σου κομματιάζουν
Σαν μαχαίρι την καρδιά
Δεν θα σβήσουν
Ποιός θα διώξει τον καημό σου
Ποιός θα μείνει στο πλευρό σου
Να σταθεί σαν αδερφός σου
Να σου σβήσει τη φωτιά
Ο καιρός και αν περνάει
Το κορμί σου κι αν γερνάει
Τα ζεστά φιλιά που λαχταράει
Η ψυχή σου όσο βαστά
Δεν θα σβήσουν
Ποιήτρια είσαι, από πάντα
Ποιήτρια και Ποίημα
Του Πόθου και της Αγάπης
Σαν σε Χαραυγή ή σε Άβυσσο
Αποκοιμήθηκες
Ποιήτρια και Ποίημα
Του Έρωτα και της Ανάγκης
Κι όταν σε Αστραπές είτε σε Κεραυνούς
Περπάτησες
Ποιήτρια και Ποίημα
Της Ύπαρξης και του Θανάτου
Ποιήτρια είσαι πάντα
Και Ποίημα
Μικρό το σπίτι που γερνάς
Μικρά κι αυτά που σε αναγκεύουν
Στα ταπεινά γυρεύεις φως
Ελπίδα στα μεγάλα
Στενοί οι δρόμοι που περνάς
Στενά τα χρόνια που διαβαίνουν
Στα καπηλειά ήλιους ζητάς
Και ξαστεριές στα ανώγια
Η γελαστή σου η καρδιά
Τα ανέφελά σου μάτια
Σκορπούν αλάτι και νερό
Σε όλες της γης τις στράτες
Πήρα δρόμο το δρομάκι.
Να 'σου εμπρός μου ένα κοράκι.
Είχε τρόπους. Και είχε ήθος.
Που δεν έβρισκες συνήθως.
«Γεια χαρά σου, Περσεφόνη.
Τί κοιτάζεις σαν κωθώνι;
Σαν εσάς κι εγώ... ένα πλάσμα.
Μα ανάμεσά μας χάσμα.
Άλλη φάρα εσείς... οι άνθρωποι.
Που με παίρνουν στο κατόπι...
Εγώ κάνω κρα-κρα-κρα.
Δεν σκορπάω τη συμφορά...
Αχυρένια η φωλιά μου.
Δίχως δόλο η καρδιά μου.
Σέβομαι τα γονικά μου.
Κι αγκαλιάζω τα παιδιά μου...
Όλεθρο εγώ δεν σπέρνω.
Την ανάσα σας δεν παίρνω.
Δεν μισώ, δεν μαχαιρώνω.
Δεν ρημάζω, δεν σκοτώνω...
Συμπάθα με... Αχ, Περσεφόνη.
Που η γνώμη μου σε στρυμώνει...
Δες τριγύρω... η γη στενάζει!
Βλέπεις κατιτί να αλλάζει;..»
Με τη Σκότω για παρέα
πήρα μονοπάτια νέα.
Τη ζωή μου δεν χαρίζω,
στο γκρεμό και αν βαδίζω.
Πίσω όλοι οι ρουφιάνοι
που φουσκώνουνε σαν διάνοι.
Πίσω οι ψεύτες, τα λαμόγια,
στα δυσώδη τους κατώγια.
Για τα μπάζα οι καθρέφτες
που χαμογελούν στους κλέφτες,
στους κακούς, στους δολοπλόκους
και στους κάλπικούς τους όρκους.
Με τη Σκότω τη μοιραία
η ζωή μου είναι ωραία.
Όπου ο δρόμος κι αν μας βγάλει,
η ψυχή θα λέει: «Χαλάλι»
Όλοι πιστέψανε
πως έκανες
εκείνο το
ταξίδι το μακρύ,
ότι πολέμησες τους Κύκλωπες,
στης
Κίρκης τα μάγια πως αντιστάθηκες
γιατί
ήτανε μεγάλος ο καημός
για την
Ιθάκη.
Κανείς δε
γνώρισε το μυστικό σου,
δεν έμαθε
γιατί χρόνια και χρόνια
ταξίδεψες
και το
πολυμήχανο μυαλό σου
θεούς και
θεριά αντιμετώπισε.
Δε μάντεψαν
πως στις
περιπλανήσεις σου
η
ερωτευμένη σου καρδιά,
Οδυσσέα,
Ιθάκες πολλές συνάντησε
Πηνελόπη καμία.